Tου Μ. Κορακιανίτη
Όταν
έχεις να κάνεις με ένα επαναστατικό κίνημα, όπως το ισπανικό αναρχικό
κίνημα που για ένα χρονικό διάστημα 68 ετών (τα χρόνια που ο Μάρεϊ
Μπούκτσιν χαρακτηρίζει «ηρωικά) προετοίμαζε καθημερινά στα έγκατα της
κοινωνίας την τελική του έφοδο, δεν νομίζω ότι έχει τόση σημασία να
εμμείνεις στην ήττα αυτού του κινήματος και στα αίτιά της.
Για
να καταλάβουμε πόσο αφοσιωμένοι ήταν οι ισπανοί εργάτες {για παράδειγμα
στη «μαύρη» (καθαρά αναρχική) Σαραγόσα} στην Ιδέα , δηλαδή στο σχέδιο
ανατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας, αρκεί να παραθέσουμε το σχόλιο
του άγγλου ιστορικού Ρεϊμόντ Καρ ο οποίος υπογράμμιζε ότι «οι απεργίες
χαρακτηρίζονταν από την περιφρόνηση απέναντι στα οικονομικά αιτήματα και
από τη δύναμη της επαναστατικής τους αλληλεγγύης: οι απεργίες για τους
φυλακισμένους συντρόφους ήταν πιο δημοφιλείς από τις απεργίες για
καλύτερες συνθήκες».
Όταν
η CNT είχε φτάσει να απαριθμεί ένα εκατομμύριο μέλη, βρισκόταν ήδη κάτω
από την ανεξίτηλη επίδραση των αναρχικών της FAI και παρόλο που αυτοί
οι τελευταίοι δεν ξεπερνούσαν τους τριάντα χιλιάδες και παρόλο που από
το ένα εκατομμύριο μέλη της αναρχοσυνδικαλιστικής ομοσπονδίας μόνο ένας
περιορισμένος αριθμός μελών θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποφασισμένοι
αναρχικοί αγωνιστές, η CNT βρισκόταν κάτω από την άμεση επιρροή των
αναρχοκομμουνιστικών, αντικρατιστικών, αποκεντρωτικών και
αμεσοδημοκρατικών ιδεών και στην πράξη λειτουργούσε σε εντυπωσιακό βαθμό
μέσα από αντιεξουσιαστικές δομές.
Σε
ό,τι αφορά την ήττα αυτού του ζωντανού, σύνθετου κινήματος με το διαρκή
ανταγωνισμό, διασταύρωση κι ώσμωση ανάμεσα στις «μεταρρυθμιστικές» και
«ανατρεπτικές» κατευθύνσεις, ο Μπούκτσιν. στον πρόλογο του βιβλίου του
για τους ισπανούς αναρχικούς αναφέρει: « ..η αλήθεια είναι ότι δεν
έφταιγε η οργάνωση ή το πρόγραμμα τους για την ήττα τους, αλλά η
αναποφασιστικότητα των αυτοχρισμένων «ηγετών» τους, για να μην αναφερθώ
στις καλά εξοπλισμένες και καλά εκπαιδευμένες δυνάμεις που ρίχτηκαν στη
μάχη εναντίον τους, συμπεριλαμβανομένων των μισθοφορικών μαυριτανικών
στρατευμάτων και της ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων που είχαν τρομακτική
προϊστορία μαζικών εκτελέσεων στη Βόρεια Αφρική και αργότερα στην
Ισπανία.»
Επειδή
όταν αναφερόμαστε στον ισπανικό αναρχισμό ως περίοδο ηρωική,
επαναστατικής έξαρσης, έχουμε στο νου μας τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου
μεταξύ 1936-1939, κάνει εντύπωση η εξομολόγηση του Μπούκτσιν στον
πρόλογο του βιβλίου. Γράφει «δεν έγραψα το δεύτερο τόμο αυτού του
βιβλίου με θέμα τον εμφύλιο πόλεμο όπως αρχικά είχα την πρόθεση, καθώς
μου έγινε σαφές ότι η ηγεσία της CNT-FAI υπέστη έναν τραγικό ξεπεσμό
τόσο στις αρχές όσο και στην πρακτική της μετά από το τέλος του
καλοκαιριού του 1936. Στα δικά μου μάτια τουλάχιστον ο αναρχισμός και ο
αναρχοσυνδικαλισμός στην Ισπανία είχαν φτάσει στα πιο εκπληκτικά και
ηρωικά ύψη στην προ του 1936 ιστορία τους..». Προφανώς ο Μπούκτσιν
αναφέρεται σε αυτό που ένας άλλος αναρχικός μελετητής της ισπανικής
επανάστασης, ο Άγγλος Βέρνον Ρίτσαρντς, (Διδάγματα από την Ισπανική
Επανάσταση, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος), περιγράφει σαν ροπή της ηγεσίας
της CNT σε ορισμένες περιστάσεις να εγκαταλείπει τις αρχές χάριν της
τακτικής.
Σε
αυτό το σημείο εντούτοις αξίζει να σημειώσουμε ότι οι αναρχικοί στην
Ισπανία είχαν στην κυριολεξία αλλεργία με εκείνους τους συντρόφους,
συνδικαλιστές για παράδειγμα, που τύχαινε να καταλαμβάνουν νευραλγικές,
υπεύθυνες, θέσεις- και γι’ αυτό πίστευαν στη διαρκή παρακολούθηση αυτών
των συντρόφων και στο διαρκή έλεγχό τους από τα κάτω. Είναι από αυτήν
την άποψη χαρακτηριστική η κριτική ενός αναρχοσυνδικαλιστή του
Μπουενακάσα, ο οποίος επιχειρηματολογώντας υπέρ της απομάκρυνσης από την
αρχισυνταξία της κεντρικής αναρχοσυνδικαλιστικής εφημερίδας,
Solidaridad Obrera, του καταξιωμένου αγωνιστή Άνχελ Πεστάνια, εκπροσώπου
της μετριοπαθούς αναρχοσυνδικαλιστικής πτέρυγας, ανέφερε- ανάμεσα στα
άλλα- ότι ο σύντροφος είχε πέντε χρόνια να δουλέψει ως ωρολογοποιός κι
επομένως είχε περιχαρακωθεί στο μηχανισμό της CNT. O ίδιος ο Πεστάνια,
ως εκπρόσωπος πάντα μιας μετριοπαθούς, περισσότερο ρεφορμιστικής τάσης,
είχε σε άλλη συγκυρία εξοργιστεί με εργαζόμενους που συμμετείχαν σε
εργατικές επιτροπές ως έμμισθα στελέχη.
Στην
ιστορία του ισπανικού αναρχισμού συναρπαστική και διδακτική ήταν η
εκρηκτική συχνά συνύπαρξη αυτών των δύο οργανώσεων, της CNT και της FAI,
μέχρι την τελική τους συμπόρευση το 1936. Από τη μια οι μαχητικοί
αναρχικοί της FAI, οι οποίοι- δρώντας κυρίως μέσα από τα grupo de
afinidad, τις ομάδες εκλεκτικής συγγένειας, με τις σφιχτοδεμένες
διαπροσωπικές σχέσεις- ήταν ολόψυχα αφοσιωμένοι στην ανατροπή του
καπιταλισμού και γι’ αυτό διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν την άμεση
δράση σε όλες τις εκφάνσεις της. Και από την άλλη μια μαζική
αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση, η οποία- παράλληλα με τον γενικό
αντιεξουσιαστικό και αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό της- ήταν εκ των
πραγμάτων αναγκασμένη να αγωνίζεται για τη βελτίωση των οικονομικών
συνθηκών και εξάλλου χάρη σε αυτήν την ικανότητά της συγκέντρωνε τόσους
πολλούς εργάτες. Εντέλει οι αναρχικοί στην Ισπανία-κι αυτό δείχνει τον
πλούτο και το μεγαλείο του κινήματός τους-κατόρθωσαν να συνενώσουν αυτές
τις διαφορετικές τάσεις, τις περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές, τις
περισσότερο ή λιγότερο διαλλακτικές, σε ένα επαναστατικό κίνημα, το
οποίο -παρά τις όποιες ελλείψεις του- εξακολούθησε μέχρι το τέλος να
συνιστά ένα μοναδικό κοινωνικό πείραμα απελευθέρωσης ιδεών, δυνάμεων και
δυνατοτήτων, που βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στην ισπανική
κοινωνία.
Από
τις πιο όμορφες σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που περιγράφουν τόσο
την προσωπικότητα και την περιπετειώδη ζωή του ελευθεριακού παιδαγωγού
και ιδρυτή του Escuela Moderna, «Σύγχρονου Σχολείου», Φρανθίσκο Φερέρ,
όσο και το δίχτυο των πενήντα σχολείων που τελικά ιδρύθηκαν στην
Ισπανία, κυρίως στην Καταλονία, βασισμένα στις αρχές του Σύγχρονου
Σχολείου. Στα ελευθεριακά αυτά σχολεία δεν ήταν μόνο το περιεχόμενο της
διδασκαλίας που ενθάρρυνε την κριτική, ορθολογική σκέψη, αλλά και το
γεγονός ότι όταν στα κρατικά σχολεία (που στα περισσότερα η διεύθυνση
βρισκόταν στα χέρια κληρικών) οι «απείθαρχοι» μαθητές αναγκάζονταν να
γονατίσουν σε στάση μετάνοιας και έπειτα ξυλοκοπούνταν, το Σύγχρονο
σχολείο προειδοποιούσε τους δασκάλους ότι έπρεπε να «απέχουν από κάθε
υλική ή ηθική τιμωρία διαφορετικά κινδύνευαν να κριθούν ακατάλληλοι για
πάντα».
Μια
στάση που θα ήταν τελείως αντίθετη με το πνεύμα, που οι ίδιοι οι
ισπανοί αναρχικοί καλλιέργησαν, θα ήταν εκείνη της άκριτης εξιδανίκευσης
του ισπανικού αναρχισμού . Όπως το θέτει εξάλλου ο Μπούκτσιν στην
εισαγωγή του βιβλίου του, όπως σε όλες τις ισπανικές οργανώσεις έτσι και
μέσα στις αναρχικές οργανώσεις υπήρξαν τυχοδιώκτες με ιδιοτελή κίνητρα
οι οποίοι, όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει, «πρόδωσαν τα ελευθεριακά τους
ιδεώδη σε κρίσιμες στιγμές του αγώνα».
Όμως
η μοναδική αξία του αναρχικού ισπανικού κινήματος βρίσκεται ακριβώς στο
γεγονός ότι δεν αντιμετώπισε την υπόθεση των επαναστατικών αλλαγών
αποστειρωμένα, με τους αγωνιστές να είναι πιόνια σε μια ιστορική
σκακιέρα, στην οποία οι κινήσεις υπαγορεύονται από την αποκλειστική
γνώση των ειδικών και από άνωθεν ντιρεκτίβες . Γι’ αυτό ο ισπανικός
αναρχισμός όχι μόνο διατήρησε τη φλόγα και τον πλούτο του βιώματος, αλλά
και μετέφερε το κέντρο βάρους των ανατροπών στο προσωπικό, σωματικό θα
έλεγα, επίπεδο του καθενός, ακριβώς όπως είχε πάντα την τάση να
μεταφέρει το κέντρο βάρους των συλλογικών αποφάσεων στη βάση της
κοινωνίας, στο καθημερινό, τοπικό επίπεδο. Όπως σημειώνει ο Μπούκτσιν: «
Σε αντίθεση με τα μαρξιστικά κινήματα, ο ισπανικός αναρχισμός έδινε
μεγάλη σημασία στον τρόπο ζωής, στην πλήρη αναδόμηση του ατόμου σύμφωνα
με τις ελευθεριακές κατευθύνσεις. Έδινε ιδιαίτερη αξία στον
αυθορμητισμό, στο πάθος και στην πρωτοβουλία της βάσης….. Οι ισπανοί
αναρχικοί συζητούσαν με πάθος και τις παραμικρές αλλαγές που θα έφερνε η
επανάσταση στον καθημερινό τρόπο ζωής τους και πολλοί από αυτούς
εφάρμοζαν όσο ήταν δυνατό αυτές τις αρχές άμεσα στην πράξη… Πολλοί
τελειοποιήθηκαν στη γλώσσα εσπεράντο με την πεποίθηση ότι μετά την
επανάσταση θα καταργούνταν τα εθνικά σύνορα των χωρών, οι άνθρωποι θα
μιλούσαν μια κοινή γλώσσα και θα μοιράζονταν μια κοινή πολιτιστική
παράδοση…. Ουδέποτε χρησιμοποιούσαν στις καθημερινές συζητήσεις τους τη
λέξη «θεός», έλεγαν salud (= γεια σου) και όχι adios (=στην ευχή του
θεού), απέφευγαν τις σχέσεις με τους κληρικούς και τις κρατικές αρχές,
δεν νομιμοποιούσαν με το γάμο τις «ελεύθερες ενώσεις» τους, δε βάφτιζαν
ούτε νομιμοποιούσαν τα παιδιά τους». Και καταλήγει ο Μπ. « Πρέπει να
γνωρίζει κανείς την καθολική Ισπανία για να αντιληφθεί πόσο μεγαλεπήβολη
ήταν αυτή η αυτό-επιβαλλόμενη ηθική…».
Στους
καιρούς της εξαχρείωσης και του παραλογισμού που ζούμε σήμερα, δεν
μπορούμε να μην κάνουμε μια σύγκριση με αυτό που εμείς εδώ στην Ελλάδα,
αλλά και σε όλη την Ευρώπη, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, βλέπαμε και
ζούσαμε. Σύγκριση για να δώσουμε έδαφος στη φαντασία και στη σκέψη να
απεγκλωβιστούν και να αντιπαρατεθούν κριτικά στο παρόν, κι όχι βέβαια
για να μπούμε στο μάλλον γελοίο παιχνίδι της μηχανικής μεταφοράς και των
εισαγόμενων θαυματουργών λύσεων.
Για
μια σκιαγράφηση του που πατάμε εμείς σήμερα και που βρίσκονταν οι
ισπανοί αναρχικοί τότε, θα παραθέσω πάλι ένα απόσπασμα από τον πρόλογο
του Μπoύκτσιν στο βιβλίο του. Γράφει: « Ο καπιταλισμός σήμερα έχει
διεισδύσει στην καθημερινή ζωή περισσότερο από ποτέ. Έχει διαρρήξει τους
ισχυρούς κοινοτικούς δεσμούς… Εκείνα τα χρόνια το κεφάλαιο πολιορκούσε
μια προφανώς προβιομηχανική κοινωνία, η οποία μπορούσε να του αντισταθεί
με την πλούσια ποικιλία της ζωής στις γειτονιές της, στις πόλεις και
στα χωριά της. Σήμερα εκείνη η προβιομηχανική κοινωνία παραχωρεί ραγδαία
τη θέση της σε μια ιδιαίτερα εμπορευματοποιημένη κοινωνία της αγοράς-
όχι απλά σε μια οικονομία της αγοράς- που έχει μετατρέψει ένα μεγάλο
μέρος του δυτικού κόσμου σε ένα γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ με τους
υποταγμένους και μίζερους τρόπους ζωής».
Για
να έρθουμε εδώ στα δικά μας, αρκετοί από εμάς γνωρίζουμε στο πετσί μας
για το πώς στήθηκε το δικό μας «γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ» με τις
τραγικές συνέπειες που είχε στις συνειδήσεις, στον τρόπο ζωής και στην
ίδια την ανεξάρτητη και κριτική σκέψη.
Κι
όταν λέω αρκετοί από εμάς έχουμε γνωρίσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης
αυτής της άνευ όρων και ορίων εμπορευματοποίησης στο πετσί μας, εννοώ
από άποψη ηλικίας, γιατί αυτή η γενικευμένη πλέον επιδρομή του κεφαλαίου
χρονικά δεν τοποθετείται μακριά- εγώ θα έλεγα ότι μπαίνει στην τελική
της ευθεία μετά το 1981, με όχημα το λαϊκιστικό μόρφωμα του ΠΑΣΟΚ και
του «λαϊκού καπιταλισμού» που αυτό εδραίωσε .
Γνωρίζουμε
λοιπόν την τεράστια αφομοιωτική δύναμη αυτού του κυρίαρχου
κρατικοκαπιταλιστικού συστήματος με τα απροκάλυπτα ληστρικά του
χαρακτηριστικά και τις αποπροσανατολιστικές, αποκοιμιστικές συναινέσεις.
΄Ενα σύστημα, το οποίο μέσα από μια αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση των
πάντων και ταυτόχρονα γραφειοκρατικοποίηση πολλών όψεων της κοινωνικής
ζωής, εξαγόραζε και νάρκωνε τους υπηκόους του με παραμύθια περασμένων
εθνικών μεγαλείων, με εορτοδάνεια-διακοποδάνεια και άφθονο πλαστικό
χρήμα, με πελατειακές σχέσεις και πάσης φύσεως εξατομικευμένα ή
συντεχνιακά αλισβερίσια με την εκάστοτε Εξουσία, με μια συντηρούμενη από
τα πάνω ανομία από την οποία μόνον οι ισχυροί και οι ανάλγητοι έβγαιναν
και θα βγαίνουν κερδισμένοι.
Δεν
μπορεί λοιπόν κανείς να μην κάνει αυτή τη σύγκριση…. και από τη μια να
μην απελπιστεί συνειδητοποιώντας πόσο χαμηλά βρίσκεται η ηθική, η
αξιοπρέπεια, η φαντασία, η συνείδηση και τα ανακλαστικά αντίστασης της
κοινωνίας μας σήμερα (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) και από την άλλη,
διαβάζοντας τις προσπάθειες και τα εγχειρήματα αυτών των ανθρώπων στην
Ισπανία, να μην συνεχίσει αθεράπευτα να ελπίζει, γιατί όπως έλεγε κι ο
Σοφοκλής στην Αντιγόνη του : «πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον
πέλει». Δηλαδή «τίποτα δεν είναι πιο τρομερό, θαυμάσιο,
ικανο-πραγματοποιητικό απ’ τον άνθρωπο», όπως αυτό το «ανθρώπου
δεινότερον» το ερμηνεύει ο Καστοριάδης, χαρτογραφώντας τη δημοκρατική
πολιτική σκέψη και στάση ως μια στάση που μαζί με τους άλλους ( στο ίσον
φρονείν κι όχι στο μόνος φρονείν) αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών
της και δεν αναζητά έξωθεν νομιμοποιήσεις, θεούς, προφήτες και πάσης
φύσεως εθνοσωτήρες.
Ικανός
δηλαδή ο κάθε άνθρωπος για το υψηλότερο κι ευγενέστερο, όπως στην
Ισπανία τα ηρωικά χρόνια, ικανός να αναλάβει την ευθύνη και τη τύχη της
ύπαρξής του και μέσα από αυθεντικές συλλογικές και αμεσοδημοκρατικές
διαδικασίες να χαράξει ο ίδιος τον κοινό δρόμο του. Και από την άλλη
ικανός για την πιο χαμερπή κατρακύλα, για την πιο στυγνή υποταγή, να
τρέχει να κρύβεται στην ποδιά των ισχυρών, ενός οποιουδήποτε χιτλερίσκου
ή λαοφιλή «παντογνώστη» ηγέτη ή κομματόσκυλου ή στην ποδιά μιας
φανταστικής υπερπροστατευτικής (αλλά φυσικά τυραννικής) μητέρας, ή ενός
φανταστικού, από μηχανής θεού, πατέρα που παραλύει τη σκέψη και την
πρωτοβουλία.
Δεν
μπορεί κανείς να μην κάνει αυτή τη σύγκριση διαβάζοντας το βιβλίο του
Μάρει Μπούκτσιν για τους Ισπανούς Αναρχικούς: τη σύγκριση ανάμεσα στα
ηρωικά εκείνα χρόνια και τα χρόνια που εμείς σήμερα σερνόμαστε πίσω από
σαθρές (όπως τώρα περίτρανα αποδεικνύεται) « κυρίαρχες αναπτυξιακές
επιλογές», που μας τις φόρεσαν σαν ζουρλομανδύα με αντάλλαγμα μια
ψευδαίσθηση συμμετοχής σε ένα βιοτικό επίπεδο που ακόμη κι όταν το
είχαμε (όσοι από εμάς το είχανε) το πληρώναμε ακριβά με την ηθική,
ψυχική και αισθητική υποβάθμιση της ζωής μας.
Σε
αυτή τη γραμμή πλεύσης, που προανέφερα - ότι δεν πρέπει να μας
ενδιαφέρει απαραίτητα ο προορισμός, το τέλος, « η Ιθάκες» , αλλά το
ταξίδι, ο «πηγαιμός για την Ιθάκη»- θα ήθελα να αναφέρω ορισμένες ακόμη
όψεις αυτής της μεγάλης πορείας προς τη «γη της ελευθερίας» των ισπανών
αναρχοσυνδικαλιστών…..
Μια
από τις αρχές των Ισπανών Αναρχικών αφορούσε την ακλόνητη πεποίθησή
τους ότι τα μέσα που υιοθετούσαν, οι μέθοδοι πάλης, όχι μόνο δεν
μπορούσαν να διαχωριστούν από την ελευθεριακή κοινωνία στην οποία
απέβλεπαν, αλλά όφειλαν να απεικονίζουν και να ενσωματώνουν τις βασικές
όψεις του comunismo libertario, τον οποίο επιζητούσαν να πραγματώσουν.
Γράφει ο Μπούκτσιν: «Αν ένα κίνημα επιδίωκε να δημιουργήσει έναν κόσμο
ενωμένο στη βάση της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, όφειλε να
διέπεται από τις αρχές του. Αν επιδίωκε μια αποκεντρωτική,
αντιεξουσιαστική, ακρατική κοινωνία, όφειλε να είναι δομημένο πάνω σε
αυτούς τους στόχους….. οι αναρχικοί τόνιζαν συνεχώς τη σημασία της
εκπαίδευσης και την ανάγκη να ζουν σύμφωνα με τις αναρχικές επιταγές- με
άλλα λόγια τη ανάγκη να δημιουργήσουν μια αντικοινωνία που θα
εξασφάλιζε το χώρο που χρειάζονται οι άνθρωποι για να ανακαλύψουν και να
δημιουργήσουν εκ νέου τον εαυτό τους. Επομένως έδιναν μεγαλύτερη
σημασία στον ελεύθερο χρόνο και στην ηθική υπεροχή. Περιφρονούσαν τους
σοσιαλιστές επειδή τα αιτήματά τους επικεντρώνονταν πρωταρχικά στις
μισθολογικές αυξήσεις και τις υλικές βελτιώσεις. Στα μάτια των
αναρχικών, η ανάγκη για μείωση των ωρών εργασίας ήταν πολύ πιο
σημαντική, γιατί σύμφωνα με τον Ανσέλμο Λορένθο, τον «παππού» του
ισπανικού αναρχισμού (1842-1914), οι άνθρωποι «θα έχουν τον ελεύθερο
χρόνο να σκέφτονται, να μελετούν….. να ικανοποιούν τα ηθικά τους
ένστικτα»
Και
σε ένα άλλο απόσπασμα στο τέλος του βιβλίου, στα Συμπεράσματα, ο
Μπούκτσιν εξετάζει το κατά πόσο ήταν εφικτή μια κομμουνιστική επανάσταση
σε μια βιομηχανικά υπανάπτυκτη χώρα κι αναφέρει πάνω στο ίδιο θέμα τις
σκέψεις του διακεκριμένου αναρχικού θεωρητικού Αμπάδ δε Σαντιγιάν, ο
οποίος σε ένα έργο με τίτλο Μετά την Επανάσταση, το οποίο συζητήθηκε
εκτενώς στα πλαίσια του ισπανικού αναρχικού κινήματος, έγραφε «Κάθε
περίοδο στέρησης και φτώχειας παράγει βαρβαρότητα, ηθική οπισθοδρόμηση
και μια άγρια μάχη όλων για το καθημερινό ψωμί…. Γι’ αυτόν ακριβώς το
λόγο στοχεύουμε να εγκαθιδρύσουμε τις καλύτερες οικονομικές συνθήκες, οι
οποίες θα λειτουργήσουν ως εγγύηση ίσων και σταθερών σχέσεων ανάμεσα
στους ανθρώπους. Δεν θα πάψουμε να είμαστε αναρχικοί ακόμη και με άδεια
στομάχια, αλλά δεν μας αρέσει να έχουμε άδεια στομάχια». Συνεχίζοντας το
συλλογισμό του Σαντιγιάν, ο Μπούκτσιν καταλήγει: « Τέλος, σε μια
οικονομία αφθονίας, που θα μπορεί να καλύπτει τις προσωπικές ανάγκες με
αντίτιμο ένα στοιχειώδη μόχθο, το άτομο μπορεί να αποκτήσει τον ελεύθερο
χρόνο για την πνευματική του καλλιέργεια και την πλήρη συμμετοχή του
στην άμεση διαχείριση της κοινωνικής ζωής » Και στη συνέχεια ο
Μπούκτσιν, αφού προσυπογράφει την προειδοποίηση του Σαντιγιάν, την
άνοιξη του 1936, ότι «ο κομμουνισμός θα είναι το αποτέλεσμα της αφθονίας
και χωρίς αυτήν θα παραμείνει απλώς ένα ιδανικό», αναφέρεται στο διφυή,
και γόνιμα αντιφατικό χαρακτήρα του αναρχικού οράματος. Γράφει:
«Πίστευαν στον «ελεύθερο έρωτα» επειδή πίστευαν στην ελευθερία του
ζευγαρώματος πέρα από την πολιτική ή θρησκευτική επικύρωση, αλλά
απέφευγαν την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας και τις πολυγαμικές
σχέσεις. Οραματίζονταν την ευθυμία στον εργασιακό χώρο, αλλά θαύμαζαν
την σκληρή εργασία και σχεδόν εξυμνούσαν τις εξαγνιστικές της ιδιότητες.
Στην κοινωνία της «Αρκαδίας» δεν θα υπήρχαν «δικαιώματα χωρίς καθήκοντα
και καθήκοντα χωρίς δικαιώματα»… Εντούτοις οι ισπανοί αναρχικοί άφησαν
πίσω τους μια απτή πραγματικότητα που έχει ιδιαίτερη σημασία για τον
κοινωνικό ριζοσπαστισμό της. Τα «ηρωικά χρόνια» του κινήματος από το
1868 μέχρι το 1936, σημαδεύτηκαν από μια συναρπαστική διαδικασία
πειραματισμού σε οργανωτικές δομές, τεχνικές λήψης αποφάσεων, προσωπικές
αξίες, εκπαιδευτικούς στόχους και μεθόδους πάλης».
Δύο αξιοσημείωτα για μένα συμπεράσματα:
1ο)
Ο θεσμός όσο δημοκρατικός, αμεσοδημοκρατικός, κι αν είναι, όσο κι αν
στη σύλληψη και στην εφαρμογή του αγγίζει το ιδεώδες, παραμένει πάντα
ένα κέλυφος, μια εξωτερική μορφή, που αν οι συμμετέχοντες σε αυτόν, οι
ζωντανοί, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, δε δραστηριοποιούνται, δε
φροντίζουν, δεν αγωνίζονται να δώσουν σάρκα και οστά σε αυτό το
εξωτερικό κέλυφος, ο θεσμός αργά ή γρήγορα θα εκφυλιστεί και θα αδειάσει
από το όποιο απελευθερωτικό περιεχόμενό του. Ακόμη κι ο πιο τέλεια
σχεδιασμένος θεσμός. Αυτό οι cenetistas φαίνεται να το γνώριζαν αρκετά
καλά.
Στον
πρόλογο για το βιβλίο του Σαμ Ντόλγκοφ «Αναρχικές Κολεκτίβες» (Εκδόσεις
Διεθνής Βιβλιοθήκη) ο Μπούκτσιν σημειώνει « Ο όρος «ολοκληρωμένη
προσωπικότητα» παρουσιάζεται συχνά στα ντοκουμέντα των Ισπανών αναρχικών
και έγιναν ακούραστες προσπάθειες για την ανάπτυξη της προσωπικότητας
των ατόμων, τα οποία, όχι μόνο έπρεπε να ενστερνιστούν τις
αντιεξουσιαστικές αρχές, αλλά και να δοκιμάζουν να τις εφαρμόζουν στην
πράξη. Κατά συνέπεια το οργανωτικό πλαίσιο του κινήματος (όπως
εκφράστηκε στην «πρώτη Διεθνή», τη CNT και τη FAI) έπρεπε να είναι
αποκεντρωμένο και να επιτρέπει το μεγαλύτερο βαθμό πρωτοβουλίας και
λήψης αποφάσεων στη βάση και να παρέχει δομικές εγγυήσεις ενάντια στο
σχηματισμό γραφειοκρατίας»
2ο)
Ο δρόμος για τη ριζική κοινωνική αλλαγή δεν είναι μια ευθεία. Και δεν
πρόκειται ούτε για μια μαγική στιγμή, ούτε για ένα βίαιο συμβάν που, στο
όνομα μιας ερμητικής ερμηνείας της Ιστορίας, κάποιοι έρχονται να το
εφαρμόσουν πάνω στην κοινωνία σαν ένα είδος ηλεκτροσόκ. Ο Μπούκτσιν και
σε αυτό το βιβλίο, αλλά και σε άλλα κείμενά του για το ισπανικό αναρχικό
κίνημα, υπογραμμίζει πώς οι ισπανοί αναρχικοί προσπαθούσαν να
εξισορροπήσουν τις απαιτήσεις ανάμεσα σε μια αυθεντική δημοκρατία «από
τα κάτω» με αποκεντρωμένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων και την ανάγκη
για συντονισμό και αποτελεσματική κοινή δράση. Όπως σημειώνει « η CNT
δοκίμασε να λύσει τα προβλήματά της και στη διάρκεια ευνοϊκών περιόδων
το κατάφερε. Υπήρξαν όμως και περίοδοι καταστολής, απότομες και πολλές
φορές κρίσιμες στροφές των γεγονότων που την ανάγκασαν να καταργήσει τα
ετήσια καθώς και τα τοπικά συνέδρια και να περιοριστεί στη λήψη
αποφάσεων από ηγετικές επιτροπές ή «συνέδρια», τα οποία διέφεραν
ελάχιστα από απροετοίμαστες συνδιασκέψεις. Ορισμένοι ηγέτες, σε όλα τα
επίπεδα της οργάνωσης, ενεργούσαν περίπου με γραφειοκρατικό τρόπο. Η
ίδια η συνδικαλιστική δομή δεν είναι απαλλαγμένη από γραφειοκρατικές
παραμορφώσεις».
Όπως
δείχνει το ισπανικό παράδειγμα η κοινωνική επανάσταση, η αναμόχλευση
των πάντων μέχρι να βρεθεί εκείνη η νέα ισορροπία, αρμονία αν θέλετε,
που θα απελευθερώνει όσο γίνεται περισσότερες συλλογικές δυνατότητες και
θα ελαχιστοποιεί τον αποκλεισμό και την αδικία, αυτή η κοινωνική
επανάσταση είναι μια δαιδαλώδης διαδικασία. Ένας δρόμος που περιλαμβάνει
πολλά κάθετα και παράλληλα μονοπάτια, πολλούς παράδρομους βαθύτατων
πολιτισμικών ανατροπών που θέτουν σε αμφιβολία και διερώτηση το κυρίαρχο
φαντασιακό, δηλαδή το συνολικό τρόπο ζωής, τις κυρίαρχες αξίες και
αντιλήψεις, τον ίδιο τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας από τον
καθένα από εμάς.
Γι’
αυτό και στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας σε τελευταία ανάλυση δεν
μπορεί να βρίσκεται η απροκάλυπτη ή συγκαλυμμένη επιβολή, αλλά η πειθώ.
Τίποτα δεν μπορεί να είναι δεδομένο, με την έννοια του θέσφατου ή του
ταμπού για το οποίο απαγορεύεται να σκεφτείς και να μιλήσεις, και τίποτα
δεν μπορεί να είναι οριστικό με την έννοια ενός τεχνητού παραδείσου στη
μήτρα του οποίου όλες οι αντιφάσεις και τα προβλήματα έχουν διαπαντός
επιλυθεί.
Προκειμένου
να παραμείνουν τα ξυπνητήρια μιας κοινωνίας που αγνοεί τις ελλοχεύουσες
δυνατότητές της, προκειμένου δηλαδή να είναι αυτοί που δείχνουν ένα
δρόμο, κι όχι εκείνοι που παίρνουν εργολαβία το όλο εγχείρημα, οι
ισπανοί αναρχικοί προτίμησαν να αποφύγουν την καθησυχαστική λαϊκιστική
ρητορική περί «της έλευσης γήινων παραδείσων»-ιδιαίτερα όταν γνώριζαν
ότι αυτοί οι παράδεισοι, όπου τους έφεραν οι αυτοχρισμένοι κομματικοί
γκουρού, οδήγησαν σε νέες επαχθέστερες μορφές σκλαβιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου