Εισαγωγή: ελευθεριακος σοσιαλισμός και μαρξιστική ανάλυση
Πριν
ξεκινήσουμε πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τους όρους της ανάλυσης: ο όρος
«ελευθεριακος σοσιαλισμός» αναφέρεται στο ιστορικό αναρχικό κίνημα.
Ανκαι μερικά από τα ρεύματα που συγκροτούν το κλασικό αναρχικό κίνημα
[όπως λ.χ. ο αναρχοατομικισμος] δεν μπορεί να πει κάποιος ότι
εισηγούνται ένα είδος συλλογικού καθεστώτος όπως ο σοσιαλισμός,
εντούτοις τάσσονται [όπως και τα άλλα αναρχικά ρεύματα] ενάντια στον
καπιταλισμό – σαν την κυρίαρχη μορφή δόμησης της εξουσίας στην
νεωτερικοτητα. Οπότε η έννοια του ελευθεριακου σοσιαλισμού προσδιορίζει
τόσο την αμφισβήτηση της εξουσίας [που είναι ο πυρήνας της αναρχικής
ανάλυσης] όσο και την κριτική του καπιταλισμού – και διαχωρίζεται έτσι
από ρεύματα όπως αυτό των «free market libertarians» οι οποίοι εκφράζουν
απλά μια lifestyle εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού. Η συγκριτική αναφορά
στον μαρξισμό είναι και μεθοδολογική αλλά και ιστορική.
Μεθοδολογικά
ο μαρξισμός [σαν οι πολλαπλές ερμηνειες/προεκτασεις του κομβικού
σημείου που έκφρασε το έργο του Μαρξ] υπήρξε αναμφισβήτητα ιστορικά η
πιο χρήσιμη μέθοδος ανάλυσης του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα ο μαρξισμός
υπήρξε [σαν ιδεολογία στο εργατικό κίνημα αλλά και την αριστερά
ευρύτερα] ο ιστορικός αντίπαλος του αναρχικού κινήματος στον χώρο των
κοινωνικών /ιστορικών δυνάμεων της κοινωνικής μεταμόρφωσης. Η συγκριτική
λοιπόν ανάλυση έχει σαν στόχο την θεωρητικη/μεθοδολογικη «τοποθέτηση»
αλλά και την ιστορικη/κοινωνιολογικη ερμηνεία
Η
βασική διάφορα ανάμεσα στον μαρξιστικό σοσιαλισμό /κομμουνισμό και τον
αναρχικό ανάγεται συνήθως στην διαφωνία Μαρξ – Μπακουνιν για τον ρόλο
του κράτους, αλλά και για το ιστορικό υποκείμενο το οποίο θα μπορούσε να
φέρει την κοινωνική μεταμόρφωση. Οι αναρχικοί γενικά υποστήριζαν ότι το
κράτος δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αλλαγή της κοινωνίας
γιατί κουβαλούσε μέσα του το πρόβλημα – την συγκρότηση της εξουσίας.
Κατά συνέπεια μια πραγματική κοινωνική επανάσταση θα έπρεπε να στοχεύει
στην κατάργηση τόσο του καπιταλισμού όσο και του κράτους. Και αντίστοιχα
οι αναρχικοί δεν εστίαζαν κατ’ ανάγκη [η μόνο] στην εργατική τάξη σαν
το πιθανό [ η αναπόφευκτο δομικά] επαναστατικό υποκείμενο - οι αγρότες,
οι λουμπεν, και άλλες κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν
κινήματα και ρήγματα με προοπτική την κοινωνική αλλαγή σύμφωνα με την
αναρχική οπτική.
Θα
μπορούσε κάποιος να μείνει σε αυτήν την αρχική αναφορά για την διάφορα
στο χώρο των ιδεών. Αλλά αυτό δεν θα σήμαινε τίποτε παραπάνω από την
έκφραση μιας φιλολογικής συζήτησης. Είναι πιο λογικό [κοινωνιολογικά] να
υποθέσει κάποιος ότι ο αναρχισμός και ο μαρξισμός εκφραζαν/εκφραζουν
διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές δυναμικές. Και για αυτό σε
διαφορετικές περιόδους εμφανίζονταν σαν «κυρίαρχοι» στο επαναστατικό
κίνημα: ο αναρχισμός φαινόταν να έχει το πάνω χέρι την περίοδο 1880-1914
[ενώ σε αυτήν την περίοδο ο μαρξισμός επηρέαζε περισσότερο την
σοσιαλδημοκρατία και τα μεταρρυθμίσθηκα εργατικά κινήματα], ενώ ο
μαρξισμός κυριάρχησε σαφώς μετά το 1917. Αυτή η κυριαρχία διατηρήθηκε
μέχρι τις δεκαετίες του 1960-70 όταν η κρίση του «ιστορικού νεωτερικου»
εργατικού κινήματος συνοδευτηκε/οδηγησε σε κρίση του μαρξισμού – ενώ η
ανάδυση νέων κοινωνικών κινημάτων από την σφαίρα της καθημερινότητας και
της κουλτούρας οδήγησε σε μια διάχυτη αναβίωση του αναρχισμού και της
ριζοσπαστικής ελευθεριακης σκέψης και πρακτικής.
Ιστορικά
ο μαρξισμός έκφρασε την συμμαχία μιας πτέρυγας της μοντέρνας διανόησης
με την οργανωμένη εργατική τάξη των πόλεων - την εργατική τάξη των
εργοστάσιων που ανκαι δεν μπορούσε να διαβάσει τον Μαρξ, εντούτοις
μπορούσε να καταλάβει το «κάλεσμα» του στον εργάτη σαν «δημιουργό της
ιστορίας». Και καθώς ο μαρξισμός απλωνόταν, έγινε σταδιακά [ και μετά το
1917 αλματωδώς] ένα παγκόσμιο κίνημα το οποίο μπορούσε να παράξει μια
ποικιλία ερμηνειών από το έργο του Μαρξ για να αντιμετωπίσει μια εξίσου
ευρεία ποικιλία συνθηκών που πηγαζαν/κατασκευαζονταν από το παγκόσμιο
καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι από την προλεταριακή πρωτοπορία στο κόμμα
του Λένιν, περάσαμε στο επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα που
καθοδηγούσαν [με εκπληκτική επιτυχία η συγκινητική αυταπάρνηση] αγροτικά
κινήματα από την άπω ανατολή μέχρι την λατινική Αμερική…
Ο
αναρχισμός αντίθετα δεν είχε ποτέ ένα ενιαίο θεωρητικό πλαίσιο για να
λειτουργήσει ελκυστικά για την μοντέρνα κριτική διανόηση – ιδιαίτερα την
ακαδημαϊκή. Δεν υπήρχε στον αναρχισμό ένα έργο στο οποίο να μπορούν να
προβάλλονται [ η από το οποίο να αντλούνται] ποικίλες ερμηνείες με βάση
μια αναλυτική μεθοδο. Ο αναρχισμός υπήρξε περισσότερο η έκφραση
κινημάτων, και συλλογικών εμπειριών – μια επαναστατική πρακτική χωρίς
καθοδηγητική θεωρία. Και αυτό υπήρξε η δύναμη και η αδυναμία του.
Ρεύματα που συγκροτούν το ιστορικό αναρχικό κίνημα
Εάν
στον μαρξισμό υπάρχουν ποικίλες ερμηνείες [η
μεταρρυθμιστική-σοσιαλδημοκρατική, η λενινιστική, η μαοϊκή, η
τροτσκιστικη κλπ], στον αναρχισμό έχουμε 4 ρεύματα τα οποία
διαμορφώθηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τα οποία
συγκλίνουν στο να διαμορφώσουν την εικόνα του αναρχισμού σαν ενός
ημιτελους/ανοιχτου θεωρητικού πλαισίου που έχει σαν κοινό πόλο αναφοράς
την κριτική της εξουσίας. Η αφετηρία όμως είναι συνήθως διαφορετική και η
έμφαση σε κάθε τάση εκφράζει και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες – η
διαφορετικές στάσεις επαναστατών σε διαφορετικές συνθήκες.
1. Αναρχοατομικισμος.
Η πνευματική μορφή πίσω από αυτό το κίνημα είναι ο Μαξ Στιρνερ και η
εικόνα του για την μελλοντικη/απελευθερωμενη κοινωνία μοιάζει με ένα
είδος συνεργασίας [κοινωνίας?] των αυτόνομων ατόμων- «εγωιστών». Η
κεντρική θέση του Στιρνερ είναι ότι ο βασικός στόχος πρέπει να είναι η
διασφάλιση της αυτονομίας του ατόμου απέναντι σε κάθε εξουσία – είτε
κρατική είτε άλλη [λ.χ. της κοινωνικής ηθικής, της «τυραννίας της
πλειοψηφίας» κλπ]. Στον αναρχο-ατομικισμό φαίνεται καθαρά η μια
γραμμη/ταση που θα συγκροτήσει τον αναρχισμό – ο φιλελευθερισμός. Ενώ ο
μαρξισμός θα αντιμετωπίσει κριτικά τον φιλελευθερισμό σαν ιδεολογία της
ανερχόμενης αστικής τάξης – ιστορικά προοδευτική για κάποιο στάδιο αλλά
όχι μετά την εμφάνιση του σοσιαλισμού- ο αναρχισμός ενσωμάτωσε βασικά
στοιχεία του φιλελευθερισμού όπως την έμφαση στην ατομικοτητα/αυτονομια
και την καχυποψία απέναντι στο κράτος.
Στον
ατομικισμό του Στιρνερ ο φιλελευθερισμός φτάνει σε ένα άκρο και ξεπερνά
τον κατεστημένο του ρόλο σαν ιδεολογία της αστικής τάξης –
προαναγγέλλει κατά κάποιο τρόπο την φιλοσοφική θέση του υπαρξισμού στον
20ο αιώνα. Μέσα στο αναρχικό κίνημα υπήρχαν πάντα τάσεις που αντλούσαν
την έμπνευση τους από αυτό το ρεύμα αλλά σαφώς δεν υπήρχε ένα
συγκροτημένο κίνημα. Αυτό το ρεύμα, φαίνεται ότι, γινόταν πιο έντονο σε
περιόδους κοινωνικής απομόνωσης/ περιθωριοποίησης των αναρχικών η σαν
αντίβαρο σε άλλες τάσεις πιο συλλογικές [όπως ο αναρχοκομμουνισμος και ο
αναρχοσυνδικαλισμος] μέσα στον αναρχικό χώρο.
2. Αναρχοκομμουνισμος [η αναρχο-κοινοτισμός]. Αυτό το ρεύμα αναπτύχθηκε μετά τα μέσα του 19ου
αιώνα και επηρεάστηκε σαφώς από την άνοδο των εργατικών-σοσιαλιστικών
κινημάτων. Εδώ ο αναρχισμός συναντά τον σοσιαλισμό [η, θα μπορούσε να
πει κάποιος, ο αναρχισμός αναδεικνύεται μέσα από την συνθεση/διασταυρωση
φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού].[1] Εν μέρει πνευματικός πατέρας αυτού κινήματος μπορεί να θεωρηθεί ο Μπακουνιν.[2]
Αλλά ο Μπακουνιν συμπύκνωνε στην δράση του, στα αποσπασματικά του
κείμενα, και στην γοητεία που ασκούσε [και ασκεί] στην επαναστατική
φαντασία, τον αναρχισμό σαν σύνολο απέναντι στον Μαρξ – και τον
Μαρξισμό. Η διαφωνία τους [καταγραμμένη σε κείμενα για την κομμούνα αλλά
και με μια ενδιαφέρουσα σαφήνεια σε σχόλια του ίδιου του Μαρξ στο
κείμενο του Μπακουνιν][3]
έκφραζε την λογική της ρήξης - και κωδικοποίησε [στο «θεός και κράτος»]
τις βασικές παραμέτρους αυτού που ονομάζεται ευρύτερα αναρχισμός. Ο
θεωρητικός που οικοδόμησε μια συνολική θεωρία [ η οποία άσκησε μια
γοητεία αντίστοιχη του μαρξισμού μέχρι την δεκαετία του 1920] ήταν ο
Κροποτκιν – ο οποίος επέκτεινε την λογική της οικοδόμησης εναλλακτικών
θεσμών που είχε εισηγηθεί από πιο παλιά ο Προυντον συνδυάζοντας την με
την επαναστατική ρήξη την οποία εισήγαγε σαν κεντρική θέση ο Μπακουνιν .
Στον
Κροποτκιν η σύμπλευση φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού είναι συνειδητή.
Και όσον και αν ο Κροποτκιν δικαιολογούσε την δεκαετία του 1880 την
επαναστατική βία ατόμων [«προπαγάνδα της πράξης»][4]
εντούτοις το θεωρητικό πλαίσιο το οποίο προμήθευσε [σαν σύνθεση] στα
αναρχικά κινήματα ήταν βασικά εξελικτικό/evolutionary. Η βασική του θέση
ήταν ότι στις ανθρώπινες κοινωνίες η εξέλιξη/evolution [που
περιγραφόταν σαν «πόλεμος επιβίωσης και επικράτησης» από τον Δαρβίνο η
τον κοινωνικό δαρβινισμό] διαμεσολαβείται [και χαρακτηρίζεται] από την
«αλληλοβοήθεια»/mutual aid [σαν εξελικτικό χαρακτηριστικό της φύσης αλλά
και των ανθρώπινων κοινωνιών]. Σε αυτό το πλαίσιο η σύγχρονη κοινωνία
είναι το αποκορύφωμα μιας μακριάς εξέλιξης - και τώρα πια οι άνθρωποι
μπορούν [χάρις στην γνώση και την τεχνολογία] να οικοδομήσουν μια
ελευθεριακη κομμουνιστική κοινωνία – η επανάσταση θα είναι με αυτήν την
έννοια ένα εξελικτικό άλμα . Το παράδειγμα του ταχυδρομείου σαν μοντέλου
για την λειτουργία της «κοινωνίας χωρίς εξουσία» που αναφέρει και ο
Λένιν [στο «κράτος και επανάσταση»] ήταν ένα συνηθισμένο αναρχικό
παράδειγμα για το πως θα μπορούσε να λειτουργήσει μια ελευθεριακη
κοινωνία – η για τα στοιχεία αυτοοργανωσης που υπήρχαν ήδη στην
κοινωνία. Όσον αφορά το επαναστατικό υποκείμενο ο Κροποτκιν αναφερόταν
σε κοινωνικες/κοινωνιολογικες τάσεις και όχι μόνο στην εργατική τάξη.
Αφού η ανάλυση του εστιαζόταν στην δημιουργία «θεσμών χωρίς εξουσία»,
δεν υπήρχε πριμοδότηση της στρατηγικής θέσης της εργατικής τάξης – όπως
στο μαρξισμό.
Αντίθετα
σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο [του Κροποτκιν - και την ευρύτερη τάση στο
αναρχικό κίνημα] γίνεται πιο σαφής η διαφοροποίηση από τον μαρξισμό
[και τα ευρύτερα εργατικά-σοσιαλιστικά κινήματα]: ο στόχος δεν είναι
μόνο ο καπιταλισμός [σαν οικονομικό σύστημα που είναι ο πυρηνας/βαση του
ευρύτερου κοινωνικού συστήματος] αλλά η εξουσία σαν δομή η οποία
λειτουργεί σαν ένα είδος «οργανωτικής αρχής» σε διαφορετικές κοινωνικές
σφαίρες. Η Εμμα Γκολντμαν λ.χ. θα εφαρμόσει την αναρχική κριτική στην
καταπίεση της γυναίκας από τις πατριαρχικές δομές αλλά και στην ευρύτερη
καταπίεση του ερωτισμού – χωρίς να αναζητά να αιτιολογήσει αυτές τις
μορφές καταπίεσης η καταστολής με αναφορές στις δυναμικές των
οικονομικών δομών. [5]
Για αυτό και η επιστροφή του αναρχισμού μετά την δεκαετία του 60,
μπορεί να ξεκινά από την γοητεία της μοντερνιστικής «άρνησης» του
Μπακουνιν, αλλά αντλεί την αναλυτική της έμπνευση περισσότερο από τον
Κροποτκιν και την ευρύτερη θέση ότι το κεντρικό επαναστατικό ζήτημα
πρέπει να είναι η [πλουραλιστικη/πολλαπλη] αντιμετώπιση των μορφών της
εξουσίας σε διαφορετικές κοινωνικές σφαίρες. Και αυτό φάνηκε και στα
κινήματα νεολαίας [με την γοητεία του αναρχισμού στην εναλλακτική
κουλτούρα των χίπηδων και στην εξεγερσιακη στάση των αναρχοαυτόνομων]
αλλά και στο οικολογικό κίνημα [με θεωρητικούς εκφραστές όπως τον Μ.
Μπουκσιν] και εν μέρει το φεμινιστικό κίνημα.
3. Αναρχοσυνδικαλισμος.
Αν ο αναρχοκομμουνισμος απευθυνόταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ο
αναρχοσυνδικαλισμος υπήρξε το αναρχικό ρεύμα που εστιάστηκε στην
εργατική τάξη [τους τεχνίτες-μάστορες αλλά και τους
«ανειδίκευτους»-μετανάστες εργάτες] [6]
και για ένα διάστημα από το 1890 μέχρι το 1920 υπήρξε ένας βασικός
οργανωτικός παράγοντας στο εργατικό κίνημα σε πολλές [ιδιαίτερα]
λατινογλωσσες χώρες [Γαλλία, Ιταλία, λατινική Αμερική, Ισπανία] αλλά και
στις ΗΠΑ [με τους wobblies, I.W.W.]. Ο αναρχοσυνδικαλισμος υιοθέτησε
μέρος της μαρξιστικής ανάλυσης για τον καπιταλισμό αλλά προσπάθησε να
εφαρμόσει την αναρχική θέση για κατάργηση της εξουσίας και δημιουργίας
εναλλακτικών θεσμών [από τον Κροποτκιν] που θα μπορούσαν να διαδεχθούν
τον καπιταλισμό και το κράτος – τα συνδικάτα ήταν ουσιαστικά οι πυρήνες
του εναλλακτικών θεσμών που θα αναλάμβαναν την ομοσπονδιακή
αυτοδιαχειριση/οργανωση της κοινωνίας μετά την κατάργηση του κράτους και
του καπιταλισμού.
Παρά
το ότι η ιστορία του εργατικού κινήματος έχει έντονα τα χαρακτηριστικά
του αναρχικού κινήματος [λ.χ. οι θρυλικοί νεκροί της πρωτομαγιάς ήταν
αναρχικοί] εντούτοις η επανάσταση που σφράγισε την αναρχική ιστορία και
την διαφοροποίηση της από το κομμουνιστικό μοντέλο ήταν η ισπανική του
1936. Ο αναρχοσυνδικαλισμος δεν μπόρεσε να επανέλθει σαν μαζικό κίνημα
μετά το 1960 – ανκαι υπάρχουν ομάδες η ακόμα και συντεχνίες που
εμπνέονται από τον πρακτική του και διάφοροι εργατικοί αγώνες φαίνονται
να τον θυμίζουν, η ακόμα και να είναι επηρεασμένοι από πρακτικές του [
ιδιαίτερα λ.χ. οι εργατικοί αγώνες σε Γαλλία και Ιταλία, Ισπανία την
δεκαετία του 70 – και μετά]. Όμως ο αναρχοσυνδικαλισμος [και ιδιαίτερα η
ισπανική εμπειρία] λειτουργεί και σαν ένα είδος συλλογικού μύθου για το
αναρχικό κίνημα – και ήταν η ιστορική έμπνευση πίσω από την έννοια της
αυτοδιαχείρισης που εμφανίστηκε στο ευρύτερο εργατικό κίνημα μετά το
1968. Σήμερα λ.χ. ο πιο γνωστός αναρχικός διανοούμενος , ο Ν. Τσόμσκι,
εξακολουθεί να επικαλείται τον αναρχοσυνδιαλισμο σαν την πηγή έμπνευσης
του.
4. Αναρχο-θρησκευτικό/spiritualist ρεύμα. Με
δεδομένο τον ριζοσπαστικό αθεϊσμό πολλών αναρχικών η ιδέα ότι μπορεί να
υπάρχουν αναρχικοί που πιστεύουν στον θεό μπορεί να ακούγεται σχήμα
οξύμωρο. Υπάρχει όμως ένα τέτοιο ρεύμα – το οποίο εκφράσθηκε οργανωτικά
γύρω από την εφημερίδα «catholic worker» στις ΗΠΑ. Ωστόσο αυτό το ρεύμα
εκφράζεται περισσότερο από προσωπικότητες παρά από κινήματα – η πιο
γνωστή μορφή στον δυτικό κόσμο είναι ο Τολστόι και στην
ανατολή/μη-δυτικο κόσμο ο Γκαντι.[7]
Η βασική έμφαση εδώ είναι η αμφισβήτηση οποιασδήποτε επίγειας εξουσίας
στο όνομα μιας μεταφυσικης/πνευματικης ηθικής. Ευρύτερα αυτό το ρεύμα
αγγίζει μια άλλη αμφιταλάντευση του ιστορικού αναρχισμού –απέναντι στην
νεωτερικοτητα και τον [ηγεμονικό σε αυτήν την εποχή] επιστημονικό
ορθολογικό λόγο. Ανκαι ο αναρχισμός είναι νεωτερικο κίνημα,[8]
δεν αντλεί την έμπνευση του μόνο από την νεωτερικοτητα – αντίθετα
θεωρεί τον εαυτό του ένα κίνημα ιστορικό με την έννοια της εξελικτικής
πορείας.
Θα
μπορούσε σε αυτά τα πλαίσια να το ονομάσει και κάποιος ένα κίνημα
διαμόρφωσης και υλικής εφαρμογης/θεσμοθετησης της "ιδέας της ελευθερίας"
– κάτι που σαφώς θα αποκαλούσε «ιδεαλισμό» η μαρξιστική ανάλυση, ενώ
στα κοινωνιολογικά πλαίσια θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε
«πολιτιστικό»/cultural. Σε αυτά τα πλαίσια οι αναρχικοί αντλούν την
ιστορική τους γενεαλογία από την αρχαιότητα [από τον κοσμοπολίτικο
στωισμο του Ζήνωνα λ.χ.] από μεσαιωνικά χριστιανικά ρεύματα [όπως η
αίρεση των «αδελφών του ελεύθερου πνεύματος» η ριζοσπαστικά κινήματα της
προτεσταντικής μεταρρύθμισης] – η έξω από την δύση από εμπειρίες
κοινωνικής οργάνωσης χωρίς κράτος [όπως διάφοροι ιθαγενείς
πολιτισμοι/κουλτουρες][9]
η από πνευματικά ρεύματα όπως ο ταοϊσμός. Όποτε στην ευρύτερη του
διάσταση, αυτό το ρεύμα εκφράζει εμπειρίες αντιεξουσιαστικης πρακτικής
που ξεφεύγουν από τα δυτικά η τα νεωτερικα-επιστημονικά πλαίσια.
Η κρίση του αναρχισμού στα μέσα του 20ου αιώνα
Αυτά
τα ρεύματα οδηγήθηκαν σε μαρασμό μετά την ρωσική επανάσταση και όταν
ξέσπασε η αναρχική επανάσταση στην Ισπανία οι διεθνείς υποστηρικτές της
ήταν λίγοι – και επίσης λίγοι μπορούσαν να ταυτιστούν μαζί της. Ο
αναρχισμός φαινόταν σαν ένα κίνημα που χαρακτήρισε τα πρώιμα σταδία του
εργατικού κινήματος – έτσι το παρουσίασε στο κλασικό του έργο «Primitive
Rebels» του 1960 ο άγγλος ιστορικός Ε. Χομπσμπαουμ.
Παρά
την παρακμή του σαν κοινωνικό κίνημα την περίοδο 1920 -1960/70 ,
εντούτοις υπήρχε ένας τομεας/μια κοινωνική σφαίρα όπου ο αναρχισμός
έβρισκε καταφύγιο – ακόμα και αν δεν εχρησιμοποιητο ο όρος αναρχισμός
για να περιγράψει προβληματισμούς η αναζητήσεις που θα μπορούσαν να
ταυτιστούν μαζί του. Αυτός ήταν ο τομέας της πολιτιστικής κριτικής –
τόσο σαν επέκταση της επαναστατικής θεωρίας στον κοινωνική σφαίρα της
κουλτούρας όσο και σαν αναζήτηση των αιτιών της αποτυχίας της
επανάστασης στην δύση. Ο σουρεαλισμός [όπως και το νταντά που προηγήθηκε
και τον διαμόρφωσε] σαν το κορυφαίο κίνημα του μοντερνισμού, έκφρασε
σαφώς μια αναρχική αισθητική όταν έλπιζε να παντρέψει [κατά την
διατύπωση του Μπρετόν] την κοινωνική επανάσταση [που αντιπροσώπευε ο
Μαρξ με την έκκληση «να αλλάξουμε τον κόσμο»] με την φροϋδική ανάλυση
[και την σουρεαλιστικοί έκκληση για απελευθέρωση του υποσυνείδητου], και
την μοντερνιστική έκκληση του Ρεμπω «να αλλάξουμε την ζωή». Όμως ο
Μπρετόν στα δεδομένα ιστορικά πλαισια/συγκυριες [1920-30] ταύτιζε τον
σουρεαλισμό με την αριστερή πτέρυγα του κομμουνιστικού κινήματος.
Σε
ανάλογο πλαίσιο οι αναζητήσεις της σχολής της Φραγκφούρτης στην
Γερμανία προσέγγιζαν επίσης την αναρχική προβληματική για την εξουσία
και την αναπαραγωγή της – αλλά σε ένα θεωρητικό πλαίσιο [συνδυάζοντας
τον Μαρξ, τον Φρουντ[10]
και τον Βέμπερ] το οποίο εκινειτο μακριά από τις θεωρητικές αναφορές
του αναρχισμού τότε. Το αποκορύφωμα της υπόγειας σύγκλισης της διανόησης
με τον αναρχισμό ήταν ο γαλλικός αθεϊστικός υπαρξισμός του Ζ.Π. Σαρτρ. Ο
υπαρξισμός προμήθευε ένα νέο επιστημολογικό πλαίσιο για την αναρχική
διεκδίκηση για την a priori αυτονομία του ατόμου. Αλλά σε ένα ιστορικό
πλαίσιο όπου ο αναρχισμός εθεωρείτο ένα ξεπερασμένο κινημα/μορφη του
εργατικου/επαναστατικου κινήματος, ο Σαρτρ αναπόφευκτα αναζήτησε τρόπους
να διαπραγματευτεί την αναρχική θεμελίωση της ατομικής αυτονομίας με
τον μαρξιστικό ιστορικό υλισμό – αλλά και την κομμουνιστική πρακτική.[11]
Ο Καμυ υπήρξε πιο θετικός απεναντι στο αναρχικό κίνημα στο κλασσικό του
έργο « ο εξεγερμένος άνθρωπος» χωρίς όμως η δικιά του πρακτική να
σηματοδοτεί κάτι πιο ριζοσπαστικό από τον Σαρτρ.
Η επιστροφή του αναρχισμού την δεκαετία του 1960
Η
εμφάνιση της νέας αριστεράς την δεκαετία του 60, η έκρηξη του Μάη του
1968 [που θύμιζε έντονα την αναρχική ιστορική παράδοση] αλλά και των
«νέων κοινωνικών κινημάτων» την δεκαετία του 70, επανέφερε τον αναρχισμό
στο προσκήνιο – και σαν ένα εναλλακτικό ριζοσπαστικό πλαίσιο σκέψης
αλλά και σαν ένα αυτόνομο κίνημα [ανκαι σε αυτή την ιστορική στιγμή
ριζωμένο πια σε νεανικές, underground, η εναλλακτικές κουλτούρες παρά
στο εργατικό κίνημα]. Μια σειρά από επαναστατικά ρεύματα άρθρωσαν μια
ριζοσπαστική κριτική η οποία αν και συχνά ερχόταν από μια μαρξιστική
αντίληψη, εντούτοις κατέληγε σε ένα είδος αναρχισμού. Τα πιο
χαρακτηριστικά από αυτά τα ρεύματα ήταν :
1. ο σιτουασιονισμος.
Αυτό το ρεύμα που έγινε γνωστό για την πρακτική του τον Μάη του 68,
υπήρξε η πιο ενδιαφέρουσα προέκταση της προσπάθειας του σουρεαλισμου για
πάντρεμα της μοντερνιστικής αισθητικής ρήξης με την κοινωνική
επανάσταση. Τα 2 κλασσικά πια εργα του ρευματος/ομαδας είναι «η κοινωνία
του θεάματος» του Γ. Ντεμπορ [ το οποίο αναλύει την μεταμόρφωση του
καπιταλισμού και της εξουσίας στο «ανώτατο στάδιο» -παραφράζοντας τον
Λένιν- της αλλοτρίωσης : το θέαμα] και το «η επανάσταση της καθημερινής
ζωής» του Ρ. Βανεγκεμ [όπου ο προσδιορισμός του επαναστατικού
υποκειμένου ξεφεύγει πια από τον χώρο της οικονομίας και του εργοστασίου
και μετατοπίζεται στον χώρο της καθημερινότητας, της βιωμένης
αλλοτριωμένης εμπειρίας].[12]
2. Η παράδοση της ιταλικής αυτονομίας
η οποία απλώθηκε σε όλη την Ευρώπη σαν ένα είδος νεανικής συγκρουσιακης
κουλτούρας. Αυτή η παράδοση ξεκίνησε σαν μια προσπάθεια να αναλυθούν οι
εργατικοί αγώνες διαλεκτικά μέσα από την διερεύνηση της προσαρμογής
τόσο του προλεταριάτου όσο και του κεφαλαίου σαν ιστορικών μορφών στην
ταξική πάλη. Κατά την δεκαετία του 70 όμως εξελίχθηκε σε μια πορεία
παράλληλη με τον προβληματισμό ανάλογων ομάδων στην Γαλλία – δίνοντας
έμφαση στην επέκταση του εργοστάσιου στην κοινωνία και την ανάδυση του
«κοινωνικού προλεταριάτου».
3. η εναλλακτική κουλτούρα η
οποία μπορεί να πει κάποιος ότι αντλεί την έμπνευση της από το κίνημα
των χίπηδων [αλλά και από τα ολλανδικά κινήματα των προβος και των
καρμπουτερς] και η οποία έγινε το βασικό υπόστρωμα πολιτικό-πολιτιστικών
κινημάτων όπως οι πράσινοι στην Ευρώπη. Παράλληλα έχει αναπτυχθεί και
μια συγκρουσιακη[13] εναλλακτική σκηνή γύρω από ροκ κουλτούρες,[14] καταλήψεις, και κινηματα/ομαδες κοινωνικής αυτοδιαχείρισης.[15]
Επιπρόσθετα
θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι η κριτική [διότι υπάρχει και η
εμπορευματική] διάσταση στο ηγεμονικό πολιτιστικό ρεύμα των τελευταίων
δεκαετιών, τον μεταμοντερνισμο, έχει σαφώς αναρχικές προεκτάσεις – και
καταβολές. Η έμφαση στην «αποδομηση του υποκειμένου»/decentering [και
την συνακόλουθη αποδοχή της πολλαπλοτητας/διαφορετικοτητας], στον
πολιτιστικό σχετικισμό, στην αμφισβήτηση των ιεραρχιών στο λόγο και στην
πολιτιστική παραγωγή [ με την κριτική των "μεγάλων αφηγήσεων" λ.χ.],
και η βασική, αξιωματική, καχυποψία απέναντι στην εξουσία[16]
και την μια-απόλυτη αλήθεια, είναι χαρακτηριστικά αναρχικές θέσεις –
αρθρωμένες βέβαια σε άλλο πλαίσιο και με μια άλλη γλωσσα/φρασεολογια.
Όσον
αφορά τις ευρύτερες κοινωνικές δομές φαίνεται ότι υπήρξε μια μετατόπιση
της βασικής σφαίρας στην οποία αρθρωνόταν το επαναστατικό κίνημα παλιά
σε σύγκριση με σήμερα: από την πολιτική-οικονομία έχουμε περάσει στην
σφαίρα της κουλτούρας-καθημερικης ζωής. Το γιατί γίνεται αυτό είναι
ακόμα ανοιχτό ερώτημα και σαφώς αξίζει να αναλυθεί : έχει να κάμει με
τις δυσκολίες [αφομοίωση του επαναστατικού λόγου /πρακτικής] στην
μεταμόρφωση της οικονομίας και του κράτους - η με την μεταβιομηχανική
μεταμόρφωση έχει μετατοπιστεί το κέντρου βάρους του ίδιου του
καπιταλισμού και του κοινωνικού συστήματος ευρύτερα;
Η προβληματική της κουλτούρας
Για
τον Μαρξ η κουλτούρα άνηκε στο εποικοδόμημα. Ο Λουκατς στο «ιστορία και
ταξική συνείδηση» έδωσε μια ευρύτερη διάσταση στα αποσπάσματα των
μαρξιστικών αναφορών για την κουλτούρα [φέρνοντας ουσιαστικά την
επιφάνεια το υπόστρωμα της αρχικής σύνθεσης του Μαρξ]: εισηγήθηκε ότι η
ταξική συνείδηση του προλεταριάτου, ακριβώς λόγω της στρατηγικής του
θέσης στην κοινωνια/οικονομια, δεν εκφράζει μόνο τα συγκεκριμένα ταξικά
οικονομικά συμφέροντα αυτής της τάξης [ η μια συγκεκριμένη πολιτική
στρατηγική] αλλά την ευρύτερη ιστορική αναγκαιότητα της κοινωνίας. Η
κουλτούρα δηλαδή που χρειάζεται η αριστερά και η επανάσταση δεν μπορεί
είναι τίποτα λιγότερο από μια «ιστορική συνείδηση».
Η
πιο ενδιαφέρουσα πολιτική προέκταση της μαρξιστικής θεωρίας στην
πολιτιστική σφαίρα ήταν η εργασία του Α. Γκραμσι ο οποίος στην
προσπάθεια του να κατανοήσει τις δυσκολίες του σοσιαλιστικού
μετασχηματισμού σε μια κοινωνία με ανεπτυγμένους αστικούς θεσμούς [όπως η
«κοινωνία των πολιτών», η αστική δημοκρατία – και κατ’ επέκταση η
εμπορευματικοποιηση θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος], εισηγήθηκε την
ανάγκη η αριστερά [το επαναστατικό κίνημα, κόμμα, χώρος] να
δημιουργήσουν μια πολιτιστική ηγεμονία στην κοινωνία πέρα από την
επιδίωξη της κατάληψης της πολικής εξουσίας.
Αν
κάποιος προσπαθούσε να συνδυάσει τις πιο πάνω θέσεις [που άσκησαν και
ασκούν μια μεγάλη γοητεία στην αριστερά και το επαναστατικό κίνημα] θα
πρέπει να προσδιορίσει το στόχο της αριστεράς σαν την διεύρυνση της
«ιστορικής συνείδησης» στην κοινωνία με στόχο την δημιουργία μιας
αντίστοιχης ηγεμονίας.
Από
την πλευρά του αναρχισμού το ζήτημα της κουλτούρας ήταν πάντα
νευραλγικό ακριβώς γιατί η εξουσία συγκροτείται από την βία και την
πειθώ – οποιαδήποτε αναρχικη/ελευθεριακη θεωρία είναι αναγκασμένη να
θεωρεί την πολιτιστική παρέμβαση σαν θεμελιώδες μέρος της πρακτικής της.
Διότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο η βιαία καταστολή αλλά και η «βούληση
για υποταγή» η οποία μπορεί να στηριζόταν προηγουμένως στην παραδοσιακή
δουλοπρέπεια του «πατρις-θρησκεια-οικογενεια» [ η οποία έπρεπε να
αντιμετωπιστεί με την «ορθολογική απελευθερωτική γνώση»], αλλά σήμερα
διαμεσολαβείτε από το εμπόρευμα [το οποίο απαιτεί νέες μορφές ρήξης].
Κατά
συνέπεια η σημερινή ανάγκη αριστερης/επαναστατικης πολιτιστικής
παρέμβασης πρέπει να δει το στρατηγικό πλαίσιο που μας προσφέρει η
μαρξιστική ανάλυση, να εστιάσει στο πρόβλημα της εξουσίας/ιεραρχιας σε
όλες τις κοινωνικές της μορφές [διότι ακριβώς σήμερα η δημοτικότητα του
αναρχισμού ίσως και να εκφράζει το γεγονός ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις
εστιάζονται πια σε μια όλο και πιο απομυθοποιημένη σύγκρουση γύρω από
την εξουσία στην καθημερινότητα], και να αντιμετωπίσει το ζήτημα του
εμπορεύματος στην διαλεκτική του διάσταση – σαν απομυθοποιητικό αλλά και
σαν μια νέα μορφή αλλοτρίωσης. Και για το τελευταίο η εργασία του Β.
Μπενγιαμιν [και σε ένα άλλο βαθμό/πλαισιο της σχολής της Φραγκφούρτης]
υπήρξε προφητική, ενώ η ανάλυση της αριστερής μεταμοντέρνας κριτικής και
των αναλυτών από τα νέα κοινωνικά κινήματα [όπως ο φεμινισμός] αγγίζει
την ουσία αυτών των διφορούμενων κοινωνικών «καταστάσεων».
Και
αυτή η κριτικη/παρεμβαση θα πρέπει αναπόφευκτα να αντιμετωπίσει και το
ζήτημα που έθεσε τόσο η ιταλική αυτονομία όσο και ο σιτουσισιονισμος –
την βασική μεταμόρφωση [και τις συνακόλουθες εσωτερικές μετατοπίσεις]
του συστήματος [τόσο τοπικά όσο και παγκόσμια] το οποίο πρέπει να
αντιμετωπίσει σήμερα η επανάσταση και η επαναστατική παρέμβαση.
Συμπληρωματικά κείμενα:
Anarchism and the new social movements
Μια μεταμοντέρνα «αυτοκρατορία»;
1 Όσον αφορά τον ουτοπικό σοσιαλισμό οι αναρχικοί ενοιωθα/νοιώθουν πιο κοντά στον Φουριέ παρά στον St. Simon.
6 Μια
σειρά από μελέτες ταύτισαν την αρχική φάση του αναρχοσυνδικαλισμου [η
της επίδρασης του αναρχισμού] στο εργατικό κίνημα με την θέση/ «φιγούρα»
του εργάτη-μάστορα που έλεγχε την παραγωγή. Όμως σε άλλες περιοχές
υπήρχαν αναρχοσυνδικαλιστικα κινήματα τα οποία απευθύνονταν και σε ένα
ευρύτερο [ μετακινούμενο-μεταναστευτικό] προλεταριάτο.
8 Οι
ιστορικές του ρίζες σαν θεωρητικό πλαίσιο ανάγονται στην αγγλική και
την γαλλική επανάσταση – ιδιαίτερα η δημοσίευση του έργου του Γ.
Γκοντγουιν «έρευνα πάνω στην πολιτική δικαιοσύνη και η επίδραση της στην
γενική αρετή και ευτυχία», το 1793, θεωρείται σαν «θεμελιακή». Βλ. Max
Nettlau, “ιστορία της αναρχίας».
9 Υπάρχει
μια ιδιαίτερη σχέση του κινήματος των αμερικανών ιθαγενών [στην βόρεια
αμερικη λ.χ.] με το αναρχικό κίνημα. Αλλά και ευρύτερα οι αναρχικοί
τείνουν να θεωρούν ότι οι κοινωνίες που προϋπήρξαν του εκμοντερνισμου
και της συγκεντροποίησης της εξουσίας στο κράτος αξίζει να τις δει
κανείς σαν αυτόνομες εμπειρίες και όχι σαν απλές στιγμές στην ιστορική
ροή. Η στήριξη των αναρχικών σε αγροτικά κινήματα ήταν έντονη και κατά
την διάρκεια της ρωσικής επανάστασης [στην Ουκρανία] αλλά και στην
Ιταλία και Ισπανία. Σε αυτό το πλαίσιο οι αναρχικοί ήταν σκεπτικιστές η
εχθρικοί απέναντι στον εθνικισμό σαν την ιδεολογία της συγκέντρωσης της
εξουσίας στο κράτος και της πολιτιστικής ομοιογενοποιησης.
10
Η σύνθεση Μαρξ και Φρουντ που αναδύθηκε σε εκείνο το πλαίσιο [Γερμανία
της βαιμαρης/μεσοπολεμου] και η οποία άσκησε μια έντονη γοητεία στον
νεοαναρχισμο της δεκαετίας του 60 ήταν η εργασία του Β. Ράιχ.
11
Βλ. την αναζήτηση/πορεια από το “Being and nothingness” [το οποίο
θεμελιώνει μια αναρχική οντολογία] στο “Critique of dialectical reason”.
12 Μια
κεντρική μορφή στην εξέλιξη του σιτουασιονισμου ήταν ο Α. Λεφεβρ και η
μαρξιστική ανάλυση της καταναλωτικής κοινωνίας από την οπτική γωνία της
αλλοτρίωσης – με έμφαση στο έργο του πρώιμου Μαρξ αλλά και την
επέκταση/επανερμηνεια του Λουκατς στο «Ιστορία και ταξική συνείδηση».
13 Για
την οποία καίριες στιγμές παρέμβασης είναι «καταστάσεις» συγκρούσεων η
εξεγέρσεων. Σημαντικό ρόλο σε αυτό το «φαντασιακο» της εξέγερσης έχουν
οι εκρήξεις των περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων [λ.χ.
μειονοτήτων, μεταναστών – όπως οι εξεγέρσεις στο Μπριξτον την δεκαετια
του 80 αλλά και πιο πρόσφατα στα γαλλικά προάστια].
14 Η
έκρηξη του πανκ το 77 σε συνδυασμό με την κορύφωση της ιταλικής
αυτονομίας τον ίδιο χρόνο μπορεί να θεωρηθεί σαν μια σημαντική στιγμή
στην συγκρότηση αυτής της τασης/κουλτουρας η οποία άνθισε και επεκτάθηκε
σε Ολλανδία, Ελβετία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία…
16 Βλ. λ.χ. τον διάλογο διαφωνία Χαμπερμας-Φουκω
Πηγη: http://adakeimena.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου