Της Σούζαν Μπράουν*
«
Ίσως η πιο βαθιά επιθυμία που τρέφω σήμερα να είναι ότι ο κόσμος θα
έπρεπε εν σιωπή να επαναλάβει ορισμένες λέξεις που πρώτη εγώ προσπάθησα
να διασυνδέσω». Simone de Beauvoir
H
πολιτική φιλοσοφία του αναρχισμού έχει πλούσια και ποικίλη ιστορία. Η
διαφορετικότητα και ο πλούτος των ιδεών που ανήκουν στην παράδοση αυτή
γίνονται αμέσως προφανείς εάν επισκοπήσουμε αναρχικά κείμενα από τα
πρώτα έργα του Pierre Joseph Proudhon στα μέσα του 19ου αιώνα, μέχρι,
επί παραδείγματι, τα σημερινά κείμενα του George Woodcock[1].
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στην πορεία της αναρχικής ιστορίας τα
θέματα που έμπαιναν στην ημερήσια πολιτική διάταξη εξελίχθησαν και
παρουσίασαν μεγάλη ποικιλία, στη σημερινή αναρχική φιλολογία συναντούμε
ορισμένες υποθετικές εκδοχές που ήταν κοινές στον Proudhon και σε άλλους
αναρχικούς συγγραφείς της εποχής του. Στο άρθρο αυτό θα υποστηρίξω ότι
οι υποθετικές αυτές παραδοχές - όπως επί παραδείγματι ότι υπάρχει
ανθρώπινη φύση- ανήκουν στον 19ο αιώνα μαζί με τον Proudhon κι ότι δεν
έχουν καμιά θέση στον 20ο αιώνα. Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι η
επανερμηνεία της αναρχικής φιλοσοφίας από την προοπτική του 21ού αιώνα.
Ο
αναρχισμός μπορεί σήμερα να βρει τη φιλοσοφική του βάση στην
υπαρξιστική σκέψη, κίνημα που παίρνει ως αφετηρία του το ελεύθερο άτομο.
Ο υπαρξισμός προσφέρει την ηθική θεμελίωση για μια κοινωνία χωρίς
ιεραρχίες. Ο υπαρξισμός, όμως, επικεντρώνει την προσοχή του αποκλειστικά
στο θάνατο ως την αντίφαση της ανθρώπινης ύπαρξης και αγνοεί το έτερο
ήμισυ της διαλεκτικής της ύπαρξης: τη γέννηση.
Η
πρόσφατη φεμινιστική θεωρία επισημαίνει την υπαρξιακή σημασία της
γέννησης και της αναπαραγωγικής εργασίας σαν διαδικασίες που
διαμεσολαβούν μεταξύ του ατόμου και της κοινότητας, μεταξύ του
πεπερασμένου και του άπειρου[2].
Εάν ο αναρχισμός αποκτούσε μια φιλοσοφική βάση στον υπαρξισμό, ο
φεμινισμός είναι εκείνος που θα μπορούσε να δώσει στον υπαρξισμό μια πιο
πλήρη άποψη της ανθρώπινης κατάστασης.
Επομένως
οι αναρχικοί πρέπει να ενδιαφερθούν όχι μόνο για την αναδιοργάνωση των
σχέσεων παραγωγής γύρω από αποκεντρωτικές, μη αυταρχικές δομές, αλλά
ταυτόχρονα πρέπει να αναδιατάξουν τις σχέσεις αναπαραγωγής ούτως ώστε
και οι άνδρες και οι γυναίκες να μοιράζονται την αναπαραγωγική εργασία.
Το μεγαλύτερο μέρος της αναρχικής φιλολογίας επικεντρώνεται στις σχέσεις
παραγωγής, ακριβώς δε διότι λείπει μια αναρχική ανάλυση σχετικά με την
αναπαραγωγική εργασία, θα ήθελα να διερευνήσω το θέμα. Υποστηρίζω ότι
εκτός από την αναδιοργάνωση των σχέσεων παραγωγής, η γέννηση και
ανατροφή των παιδιών σ' ένα ελεύθερο περιβάλλον από όλα τα μέλη της
κοινότητας αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την επικράτηση του
αναρχισμού. Θα αρχίσω, λοιπόν, την επιχειρηματολογία μου εξετάζοντας την
ίδια την αναρχική θεωρία.
Οι «φυσικοί νόμοι» του αναρχισμού του 19ου αιώνα
Το
μεγαλύτερο μέρος της αναρχικής σκέψης, παρελθούσης και σημερινής,
προσπαθεί να εδραιώσει τον αναρχισμό πάνω στη φυσική ικανότητα των
ανθρώπινων όντων για συνεργασία. Πρόκειται για μια ικανότητα που σύμφωνα
με τους αναρχικούς διαστρεβλώνεται με την αφύσικη άσκηση βίας από
θεσμούς, όπως η κυβέρνηση. Όπως γράφει ο George Woodcock: [3]
Ουσιαστικά,
οι αναρχικοί πιστεύουν ότι εάν ο άνθρωπος υπακούει στους φυσικούς
νόμους του είδους του, θα είναι ικανός να ζει ειρηνικά με τους
συνανθρώπους του. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος μπορεί να μην είναι εκ
φύσεως καλός, αλλά είναι — σύμφωνα με τους αναρχικούς — εκ φύσεως
κοινωνικός. Οι αυταρχικοί θεσμοί είναι αυτοί που παραμορφώνουν και
εξασθενούν τις κλίσεις συνεργασίας που έχει[4].
O Woodcock θεμελιώνοντας τον αναρχισμό πάνω σε «φυσικούς νόμους» στην
πραγματικότητα ανατρέχει στην έννοια του «φυσικού ανθρώπου» του 19ου
αιώνα.
Η
αντίληψη του για την ανθρώπινη ιστορία διευκρινίζεται περαιτέρω στην
τελευταία παράγραφο της εισαγωγής του βιβλίου του The Anarchist Reader. O
Woodcock γράφει για τη δυνατότητα του νέου αναρχισμού να στηριχτεί σε
τεχνολογικά δημοψηφίσματα: «Και εάν μια ζωντανή δημοκρατία, συμμετοχική
και άμεση, ίσως να μην αποτελούσε ακόμα την εκ φύσεως διατεταγμένη
κοινωνία της αναρχίας, θα αντιπροσώπευε όμως ένα ιστορικό βήμα προς αυτή
την κατεύθυνση»[5].
Η υποθετική παραδοχή είναι ότι τα ανθρώπινα όντα, αν αφήνονταν
αδέσμευτα, θα ήταν φυσικώς αναρχικά. Υποστηρίζω πως αυτός ο τρόπος
θεώρησης του κόσμου είναι αναχρονιστικός. Ο αναρχισμός σήμερα οφείλει να
εγκαταλείψει τους τρόπους σκέψης του 19ου αιώνα και να εισέρθει στον
20ό, κίνηση που απαιτεί το θάρρος να εγκαταλείψει όλες τις αντιλήψεις
περί «φυσικού» και να θέσει την ευθύνη για το παρελθόν, το παρόν και το
μέλλον μας ξεκάθαρα πάνω στους δικούς μας ώμους, σαν δικό μας
δημιούργημα.
Η
κριτική αυτή της έννοιας του «φυσικού ανθρώπου» δεν είναι καινούργια.
Ενώ εγώ επικρίνω το σημερινό αναρχισμό επειδή είναι εμποτισμένος με τη
σκέψη του 19ου αιώνα, ο Καρλ Μαρξ, το 1857 κατηγόρησε τους υποστηριχτές
της ίδιας ιδέας ότι ήταν προσκολλημένοι στον 18ο αιώνα. Για τον Μαρξ, η
ιδέα του «φυσικού ανθρώπου» είναι γελοία. Τα ανθρώπινα όντα αποτελούν
για πάντα μέρος των ιστορικών τους συνθηκών ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν
ιστορία. Ο Μαρξ επικρίνει τον ιδεαλισμό που είναι εγγενής στην έννοια
του «φυσικού ανθρώπου»:
Ο
Σμιθ και ο Ρικάρντο στέκονται και με τα δύο πόδια πάνω στους ώμους των
προφητών του 18ου αιώνα, στη φαντασία των οποίων αυτό το άτομο του 18ου
αιώνα… φαίνεται σαν ιδανικό που την ύπαρξη του προβάλλουν στο παρελθόν.
Όχι σαν ένα ιστορικό αποτέλεσμα, αλλά σαν σημείο αφετηρίας της ιστορίας.
Δηλαδή, σαν το Φυσικό Άτομο, κατάλληλο για την έννοιά τους περί
ανθρώπινης φύσης, που δεν προκύπτει ιστορικά αλλά είναι δοσμένη από τη
φύση[6].
Ο
Μαρξ καταλαβαίνει πολύ καλά ότι τα ανθρώπινα όντα δημιουργούν
δημιουργούνται από την ιστορία, δε βρίσκονται εκτός ιστορίας, όπως θα
ήθελαν να πιστέψουμε ορισμένοι ιστορικοί. Η ιδέα του «φυσικού»
χρησιμοποιείται για να προωθήσει οποιαδήποτε θεωρία προσπαθεί να
κερδίσει αξιοπιστία — οι καπιταλιστές συχνά αναφέρονται στην
ανταγωνιστική «φύση» της ανθρωπότητας, όπως ακριβώς ορισμένοι αναρχικοί
αναφέρονται στην ανθρωπότητα σαν «εκ φύσεως» συνεργατική. Σήμερα, οι
αναρχικοί θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις α-ιστορικές έννοιες του
«φυσικού ανθρώπου» και των «φυσικών νόμων», υπέρ μιας πιο ιστορικής
κατανόησης των εαυτών μας και του κόσμου μας. Υποστηρίζω, λοιπόν, όπως
και ο Μαρξ, ότι τα ανθρώπινα όντα ζουν και εργάζονται μέσα σ' ένα
ιστορικό κόσμο κι ότι η έννοια του «φυσικού» αποτελεί είτε ευσεβή πόθο
είτε ιδεολογική προπαγάνδα.
Το
θέμα θα μπορούσε να περάσει τελείως απαρατήρητο εάν αυτό το φληνάφημα,
που είχε νόημα και λογική για τους ανθρώπους του 18ου αιώνα ,δεν
ανασυρόταν και δεν τίθονταν στα σοβαρά στο επίκεντρο της πιο σύγχρονης
οικονομικής από τους Bastiat, τον Carey, τον Proudhon, κλπ. Φυσικά είναι
βολικό για τον Proudhon και τους άλλους να είναι σε θέση να εξηγούν
ιστορικο-φιλοσοφικά την πηγή μιας οικονομικής σχέσης, για την ιστορική
προέλευση της οποίας έχουν παντελή άγνοια, εφευρίσκοντας το μύθο του
Αδάμ ή του Προμηθέα που ολίσθησαν πάνω στην έτοιμη ιδέα, η οποία κατόπιν
υιοθετήθηκε, κλπ. Τίποτα δεν είναι πιο στεγνό και πιο βαρετό από τις
φαντασιώσεις ενός Locus communis (κοινότυπου μυαλού)[7].
Ενώ
η ιδέα του «φυσικού ανθρώπου», ο οποίος υπακούει σε «φυσικούς νόμους»,
μπορεί να μας κάνει να «καταπιούμε» πιο εύκολα μια συγκεκριμένη
οικονομική ή κοινωνική θεωρία όπως ο αναρχισμός, σε τίποτα δε χρησιμεύει
για να καταλάβουμε τα «ιστορικά» ανθρώπινα όντα, εκείνους τους
ανθρώπους που γεννιούνται, ζουν, εργάζονται παίζουν και πεθαίνουν μέσα
σ' ένα ιστορικά δημιουργημένο κόσμο. Πρόκειται για ένα κόσμο στον οποίο
το νόημα δεν είναι καθορισμένο από τους «φυσικούς νόμους», αλλά μάλλον
δημιουργείται και επαναδημιουργείται από τα ίδια τα ανθρώπινα όντα.
Ακόμα δημιουργώντας τον κόσμο μας, ο κόσμος αυτός μας δημιουργεί.
Μολονότι είμαστε ελεύθεροι να δημιουργούμε τα δικά μας νοήματα και τις
δικές μας αξίες, αυτό το πράττουμε πάντοτε μέσα σ' ένα πλαίσιο που ήδη
υπάρχει, μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Είναι δε αυτό το πλαίσιο που
διαμορφώνει τη δική μας ελευθερία και η ελευθερία μας είναι εκείνη που
συντελεί στη διαμόρφωση του πλαισίου της ζωής μας. Δεν μπορούμε ποτέ να
αποδράσουμε από την ιστορία. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε ιστορία. Η
Simone de Beauvoir γράφει σχετικά:
Ο
νέγρος σκλάβος του 18ου αιώνα, η μωαμεθανή γυναίκα κλεισμένη στο χαρέμι
δεν έχουν στη διάθεσή τους κανένα εργαλείο, είτε στη σκέψη είτε με την
έκπληξη ή το θυμό, που να τους επιτρέπει να επιτεθούν κατά του
πολιτισμού που τους καταπιέζει. Η συμπεριφορά τους προσδιορίζεται και
μπορεί να κριθεί μόνο μέσα σ’αυτή τη δοσμένη κατάσταση κι είναι δυνατό
μέσα σε αυτή την κατάσταση, περιορισμένη όπως κάθε ανθρώπινη κατάσταση,
να συλλάβουν την τέλεια διεκδίκηση της ελευθερίας τους. Από τη στιγμή
όμως που εμφανίζεται η δυνατότητα της απελευθέρωσης, αποτελεί παραίτηση
από την ελευθερία να μην εκμεταλλευτεί κανείς τη δυνατότητα αυτή,
παραίτηση η οποία συνεπάγεται ανεντιμότητα και αποτελεί θετικό λάθος[8].
Υπαρξισμός: η φιλοσοφική βάση ενός νέου αναρχισμού;
Η
De Beauvoir, όπως ο Μαρξ, δέχεται την ιστορική κατάσταση μέσα στην
οποία τα ανθρώπινα όντα είναι για πάντα εμβυθισμένα. Η ιστορική αυτή
κατάσταση αποτελεί την αντίθεση του «φυσικού». Αποτελεί ανθρώπινο
δημιούργημα και επομένως μπορεί να μεταβληθεί από τα ανθρώπινα όντα. Η
εγκατάλειψη του θεϊκά δοσμένου ή εκ φύσεως διατεταγμένου κόσμου υπέρ
ενός κοινωνικού κόσμου, στον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι δημιουργούν το
νόημά του, έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την ελευθερία αλλά και την
αμφιρρέπεια. Η αμφιρρέπεια προκύπτει από το γεγονός ότι εάν το νόημα δεν
είναι καθορισμένο, εκ του θείου ή εκ της φύσεως, τότε το νόημα μπορεί
να μεταβληθεί και έτσι η αλήθεια αποκτά αμφιρρέπεια. Υπάρχουν εκείνοι οι
οποίοι όταν έρχονται αντιμέτωποι με την αμφιρρέπεια της δικής τους
ύπαρξης, ισχυρίζονται ότι εάν δεν υπάρχει Θεόδοτο ή απόλυτο νόημα, τότε
δεν υπάρχει κανένα νόημα. Ο κυνισμός αυτό μεταβάλλει την ελευθερία σε
μηδενισμό, στάση που υιοθετούν τα άτομα στην προσπάθεια τους να
αποφύγουν την ίδια την ευθύνη της δικής τους ύπαρξης.
Η
παραδοχή ότι ο κόσμος μας δεν είναι ούτε εκ του Θεού ούτε εκ της φύσεως
διατεταγμένος δε συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει νόημα, όπως θα ήθελαν να
πιστεύουμε οι μηδενιστές, αλλά μάλλον ότι το νόημα δημιουργείται από
τους ανθρώπους. Δεν πρόκειται ούτε για μια κυνική ούτε για μια
μηδενιστική αντίληψη του κόσμου. Αντίθετα εάν η ανφιρρέπεια, την οποία
συνεπάγεται ένας κόσμος όπου το νόημα δημιουργείται από ανθρώπινα όντα,
είναι γεμάτη αγωνία, η ίδια φέρει επίσης μαζί της τη δυνατότητα της
ελευθερίας. Η Simone de Beauvoir αναφέρεται σ' αυτή τη διαφορά μεταξύ
μηδενισμού και ελευθερίας αντιπαραθέτοντας την αμφιρρέπεια με το
παράλογο.
Η
έννοια της αμφιρρέπειας δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια του
παράλογου. Η δήλωση ότι η ύπαρξη είναι παράλογη ισοδυναμεί με άρνηση ότι
μπορεί ποτέ να αποκτήσει κάποιο νόημα. Η θέση ότι η ύπαρξη είναι
αμφιρρεπής ισοδυναμεί με τη διαβεβαίωση ότι το νόημά της δεν είναι ποτέ
καθορισμένο, αλλά ότι πρέπει συνεχώς να κατακτάται[9].
Το
νόημα πρέπει πάντα να αναδημιουργείται από τα ανθρώπινα όντα που ζουν
στην ιστορία. Όπως δεν υπάρχει κόσμος δοσμένος από το θεό, έτσι δεν
υπάρχει κόσμος δοσμένος από τη φύση. Τα ανθρώπινα όντα δημιουργούν τον
κόσμο ο οποίος ταυτόχρονα γίνεται το πλαίσιο για τη δική τους ύπαρξη. Η
έμφαση αυτή στο ανθρώπινο ον είναι αναντίρρητα ουμανιστική. Όπως
επισημαίνει η Janet Biehl στο δοκίμιο της « Ecofeminism and Deep
Ecology: unresolvable Conflict?» (Οικοφεμινισμός και Βαθιά Οικολογία:
Άλυτη σύγκρουση;), όπου αναπτύσσει μια θαυμάσια επιχειρηματολογία, το
σημερινό κύμα αντι-ουμανισμού που υποστηρίζεται από τους βαθείς
οικολόγους έχει σοβαρότατες συνέπειες για ιστορικά καταπιεσμένες ομάδες
όπως οι γυναίκες:
Το
κίνημα της βαθιάς οικολογίας τείνει να προωθήσει την περιφρόνηση του
Λόγου, ακόμα και της υποκειμενικότητας. Μολονότι ο Λόγος και η
υποκειμενικότητα είναι αυτά που διακρίνουν τα ανθρώπινα όντα στη φύση,
για τους βαθείς οικολόγους η επιβεβαίωση της ύπαρξης τους θα
ισοδυναμούσε με την παραδοχή ενός ορίου — και γι αυτούς όρια δεν
υπάρχουν στη φύση. Κι ακόμα χειρότερο, κατά την άποψη των βαθιών
οικολόγων η αναγνώριση ορίων θα σήμαινε ότι είμαστε ένοχοι
ανθρωποκεντρισμού. Σύμφωνα με τον Βill Devall, πρέπει «να ξεκινήσουμε τη
σκέψη μας για την ουτοπία… προσπαθώντας να σκεφτούμε όπως ένα βουνό»[10].
Οι γυναίκες, περιθωριοποιημένες για χιλιετίες, παθητικές και δεκτικές
για χιλιετίες, «συνδεδεμένες» σε βαθμό αυτο-εκμηδένισης για χιλιετίες,
αγωνίζονται τώρα ακριβώς για την ατομικότητά τους και για τη πλήρη
αναγνώριση της υποκειμενικότητάς τους σε μια νέα κοινωνία... Το να
ζητήσουμε από τις γυναίκες που έχουν κατακτήσει αυτή τη νέα
υποκειμενικότητα να σκεφτούν «σαν ένα βουνό» αποτελεί ράπισμα στο
πρόσωπο τους. Διότι είναι σα να ζητούμε από τις γυναίκες να επιστρέψουν
στην αρένα της καταπίεσής τους — στην ανυπαρξία και ασημαντότητα τους —
στην πραγματικότητα, ζητούμε ακόμα και να ασπασθούν την κατάσταση αυτή.[11]
Η
Επισήμανση της Βiehl είναι πολύ ορθή. Ο ουμανισμός δεν είναι ανάγκη να
σημαίνει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να αγνοεί το φυσικό κόσμο. Σαν μια
πολιτική φιλοσοφία μπορεί να επισημαίνει το κοινωνικό και ιστορικό νόημα
που τα ανθρώπινα όντα προσδίδουν στο φυσικό κόσμο. Αυτό δε σημαίνει ότι
η φύση θα έπαυε να υπάρχει χωρίς την ανθρωπότητα, αλλά ότι θα υπήρχε
χωρίς νόημα. Τα ανθρώπινα όντα είναι μέρος της φύσης, αλλά αποτελούν
ταυτόχρονα μια «άλλη φύση» λόγω της αυτο-συνείδησής τους. Μέσω αυτής της
αυτεπίγνωσης, τα ανθρώπινα όντα δημιουργούν νόημα για τον εαυτό τους
και το περιβάλλον τους. Βέβαια, ο φυσικός κόσμος του οποίου οι άνθρωποι
αποτελούν μέρος παρέχει το πλαίσιο για τον κόσμο που δημιουργείται
κοινωνικά. Όμως σε αντίθεση με το ανθρώπινο ον, το βουνό δεν είναι σε
θέση να δημιουργεί νόημα ή να κάνει ελεύθερες επιλογές. Αυτή η
αυτεπίγνωση είναι πολύ σημαντική για τις γυναίκες και άλλες
καταπιεσμένες ομάδες, επειδή μόνο αυτή διανοίγει τη δυνατότητα
απελευθέρωσης. Εντούτοις, ο ουμανισμός από μόνος του δεν εμποδίζει κατ'
ανάγκην την κυριαρχία της ανθρωπότητας επί της φύσης. Πρέπει να
συμπληρωθεί με μια αναρχική πολιτική φιλοσοφία.
Και
ο υπαρξισμός και ο αναρχισμός εξαρτώνται από την ιδέα ότι η ελευθερία
του ατόμου είναι υπέρτατη. Η Εmma Goldman δηλώνει σθεναρά ότι η αναρχία:
...υποστηρίζει την απελευθέρωση του ανθρώπινου νου από την επικράτεια
της θρησκείας, την απελευθέρωση του ανθρώπινου σώματος από την
επικράτεια της ιδιοκτησίας, την απελευθέρωση από τα δεσμά και τους
περιορισμούς του κράτους. Ο αναρχισμός υποστηρίζει τη δημιουργία μιας
κοινωνικής τάξης πραγμάτων που θα βασίζεται στην ελεύθερη σύνδεση των
ατόμων με σκοπό τη παραγωγή πραγματικού κοινωνικού πλούτου. Μια
κοινωνική τάξη πραγμάτων που θα εγγυάται σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη
ελεύθερη πρόσβαση στη γη και πλήρη απόλαυση των αναγκαίων για τη ζωή
αγαθών, σύμφωνα με τις ατομικές επιθυμίες, προτιμήσεις και κλίσεις[12].
Είναι φανερό ότι η έννοια της ελευθερίας κατέχει κεντρική θέση στον
ορισμό της αναρχίας που δίνει η Goldman. Αυτή η εστίαση στην ατομική
ελευθερία βρίσκεται στην καρδιά της αναρχικής σκέψης στο σύνολο της.
Η
ελευθερία βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της υπαρξιστικής σκέψης. Για
τους υπαρξιστές, τα ανθρώπινα άτομα είναι ελεύθερα — ελεύθερα να
προβάλουν τον εαυτό τους σ' ένα μεστό νοήματος μέλλον, ελεύθερα να
επιβεβαιώσουν τη δική τους αξία ως αυτοσκοπών. Η ελευθερία, και η
αμφιρρέπεια, προκύπτει από το γεγονός ότι το ανθρώπινο ον είναι, όπως
υποστηρίζει η De Beauvoir , «ένα ον του οποίου η υπόσταση συνίσταται σε
μη είναι, είναι εκείνη η υποκειμενικότητα που αυτοπραγματώνεται μόνο σαν
παρουσία στον κόσμο, είναι εκείνη η δεσμευμένη ελευθερία, η εφόρμηση
για-τον-εαυτό που δίνεται αμέσως για άλλους»[13].
Η De Βeauvoir αναφέρεται στο γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα βρίσκονται
πάντα σε μια κατάσταση γίγνεσθαι — σε μία κατάσταση δηλαδή που δεν είναι
ποτέ πεπερασμένα, ποτέ δεν υποστασιοποιούνται. Αυτή η έλλειψη υπόστασης
αποτελεί στην πραγματικότητα μια θετική στιγμή καθώς δίνει στην
ανθρωπότητα τη δυνατότητα να δημιουργήσει τον εαυτό της, τον κόσμο της
και την ηθική της ελεύθερα. Όπως επισημαίνει η De Beauvoir: «Δεν
μπορούμε να προσφέρουμε μια ηθική σ' ένα Θεό. Είναι αδύνατο να
προτείνουμε οποιαδήποτε ηθική στον άνθρωπο εάν τον προσδιορίσουμε σαν
φύση, σαν κάτι το δοσμένο»[14].
Τα ανθρώπινα όντα δεν είναι δοσμένα, αλλά βρίσκονται πάντα σε μια
διαδικασία γίγνεσθαι. Εάν η ανθρωπότητα ήταν σαν το θεό και μπορούσε να
αποκτήσει υπόσταση, τότε δε θα υπήρχε πρόβλημα ηθικής, εφόσον το νόημα
θα ήταν απόλυτο. Η ηθική χρειάζεται μόνο όταν το νόημα τίθεται υπό
αμφισβήτηση. Επομένως, είναι μέσα στο πλαίσιο αυτής της αμφιρρέπειας και
ρευστότητας όπου εκτείνεται η ανθρωπότητα και ελεύθερα δίνει αξία στον
κόσμο της.
Εάν
νόημα και αξία δεν είναι δοσμένα, αλλά μάλλον δημιουργούνται από τα
ανθρώπινα όντα, τότε πώς μπορούμε ηθικά να κάνουμε επιλογές; Για τους
υπαρξιστές η ίδια η ελευθερία και αμφιρρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης
διαμορφώνουν τη βάση για την ηθική συμπεριφορά. Όταν o Jean-Paul Sartre
δηλώνει ότι «ο Άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που ο ίδιος
κάνει τον εαυτό του»,[15]
δηλώνει ότι το ανθρώπινο ον είναι ελευθερία, επειδή καταρχήν δεν
είμαστε τίποτα. Μόνο μέσα από την ύπαρξή μας δημιουργούμε τον εαυτό μας.
Δημιουργώντας τον εαυτό μας δημιουργούμε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Οι
πράξεις μας συνεπάγονται μια ηθική όχι μόνο για εμάς αλλά και για τους
άλλους.
Ασφαλώς,
πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι όταν κάνουν κάτι, είναι οι μόνοι που
εμπλέκονται σ' αυτό, και όταν κάποιος τους λέει «Και τι θα γινόταν αν
όλοι ενεργούσαν κατά τον ίδιο τρόπο;» σηκώνουν τους ώμους τους και
απαντούν, «Δεν ενεργούν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο». Πραγματικά, όμως,
όλοι θα έπρεπε πάντα να αναρωτιούνται, «τι θα συνέβαινε αν καθένας
έβλεπε τα πράγματα μ' αυτόν τον τρόπο;». Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να
ξεφύγουμε από αυτή την ενοχλητική σκέψη παρά μόνο με ένα είδος
διπροσωπίας. Ένας άνθρωπος που ψεύδεται και αναζητεί δικαιολογίες γι
αυτή τη συμπεριφορά λέγοντας «Δεν το κάνουν όλοι αυτό» είναι κάποιος που
δεν έχει ήσυχη τη συνείδηση του, διότι η πράξη του ψεύδεσθαι
συνεπάγεται ότι μια καθολική αξία απονέμεται στο ψεύδος[16].
Επομένως,
οι επιλογές του καθενός είναι ουσιαστικά επιλογές για όλους. Όπως
επισημαίνει η de Beauvoir «Μόνο η ελευθερία των άλλων συγκρατεί καθέναν
από εμάς από το να σκληρύνουμε μέσα στο παράλογο της πεζής
πραγματικότητας»[17].
Επομένως, η ηθική που απαιτεί η ελεύθερη ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια
ηθική που τείνει προς την ίδια την ελευθερία. Εάν η ελευθερία αποτελεί
τη βάση της ανθρώπινης ηθικής, τότε είναι ανήθικο να αρνούμαστε την δική
μας ελευθερία, να λέμε ότι δεν έχουμε καμιά επιλογή. Όπως είναι επίσης
ανήθικο να καταπιέζουμε τους άλλους, διότι το να αρνηθούμε στους άλλους
την ελευθερία σημαίνει ότι αρνούμαστε τη δική μας ελευθερία.
Η
καταπίεση προσπαθεί να υπερασπίσει τον εαυτό της καταφεύγοντας στο
επιχείρημα της χρησιμότητάς της. Είδαμε όμως ότι αποτελεί ένα από τα
ψέματα του σοβαρού νου η απόπειρα να προσδοθεί απόλυτο νόημα στη λέξη
«χρήσιμος». Τίποτα δεν είναι χρήσιμο εάν δεν είναι χρήσιμο για τον
άνθρωπο. Τίποτα δεν είναι χρήσιμο στον άνθρωπο αν αυτός δεν είναι σε
θέση να προσδιορίζει τους δικούς του σκοπούς και τις δικές του αξίες, αν
δεν είναι ελεύθερος[18]. Η ελευθερία συνεπάγεται ευθύνη και η καταπίεση δεν μπορεί να δικαιωθεί.
Αυτή
η έμφαση στην ελευθερία αποτελεί και το χώρο σύγκλισης υπαρξισμού και
αναρχισμού. Για να λειτουργήσει ο αναρχισμός στην πράξη, κάθε άτομο
πρέπει όχι μόνο να είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία των δικών του (της)
αξιών, αλλά πρέπει και να υπερασπίζεται την ελευθερία των άλλων για να
προστατεύει τον εαυτό του. Επομένως, η υπαρξιακή θέση της de Beauvoir
για την ελευθερία είναι απόλυτα συμβατή με ένα αναρχικό κόσμο. Το
απόσπασμα της de Beauvoir που παραθέτω θα μπορούσε άνετα να είχε γραφεί
από έναν αναρχικό:
Και
αληθεύει ότι καθένας είναι δεμένος με όλους, αλλά αυτή ακριβώς είναι
και η αμφιρρέπεια της κατάστασής του: στην υπέρβαση προς τους άλλους,
καθένας υπάρχει απολύτως για τον εαυτό του. Όλοι ενδιαφέρονται για την
απελευθέρωση όλων, ο καθένας όμως σαν ξεχωριστή ύπαρξη, με βάση τα δικά
του/της σχέδια. Γι αυτό και οι όροι «χρήσιμο στον άνθρωπο» και «χρήσιμο
σ' αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο», δεν αλληλοεπικαλύπτονται. Ο
καθολικός, απόλυτος άνθρωπος δεν υπάρχει πουθενά. Από αυτή την οπτική
γωνία, ερχόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με την ίδια αντινομία: η μόνη
δικαίωση της θυσίας είναι η χρησιμότητά της. Αλλά, χρήσιμο είναι ό,τι
υπηρετεί τον Άνθρωπο. Επομένως, για να υπηρετήσουμε ορισμένους ανθρώπους
πρέπει να βλάψουμε άλλους. Στη βάση ποιας αρχής θα επιλέξουμε μεταξύ
αυτών;[19]
Για
τους υπαρξιστές και τους αναρχικούς το πρόβλημα είναι το ίδιο. Πως
μπορεί κανείς να εγγυηθεί την ατομική ελευθερία όταν πρέπει να
περιορίσει την ελευθερία των άλλων να καταπιέζουν; Για την de Beauvoir
το πρόβλημα αυτό είχε τεράστια σημασία. Η φασιστική σφαγή εκατομμυρίων
κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ναζιστική κατοχή της Γαλλίας και η
συνειδητοποίηση ότι η επαναστατική Ρωσία αποδείχτηκε τελικά η αντίθεση
της ελευθερίας, ήταν για την de Beauvoir συντριπτικά γεγονότα. Οι
ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη στη δεκαετία του '40
παρώθησαν την de Beauvoir να γράψει: «Ελευθερία που ασχολείται με την
άρνηση της ελευθερίας είναι η ίδια τόσο φρικαλέα ώστε η φρικαλεότητα της
βίας που ασκείται εναντίον της σχεδόν ακυρώνεται...»,[20]
και «...το γεγονός είναι ότι εξαναγκάζεται κανείς να μεταχειριστεί
ορισμένους ανθρώπους σαν πράγματα για να κερδίσει την ελευθερία για
όλους» . Οι καταπιεστές εγκαταλείπουν κατά κάποιο τρόπο τη διεκδίκησή
τους στην ελευθερία καθώς άλλοι έρχονται σε θέση που να πρέπει να
αντιταχθούν σ' αυτούς, για να κερδίσουν την ελευθερία για όλους.
Για
να ζει κανείς ηθικά πρέπει να τείνει προς το μέλλον και τείνοντας
ελεύθερα προς αυτό πρέπει να διανοίξει το δρόμο της ελευθερίας όχι μόνο
για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους. Πρέπει επίσης κανείς να
αντιταχθεί απέναντι σε εκείνους που θα επιδίωκαν να περιορίσουν την
ελευθερία των άλλων, ακόμα κι αν αυτή η αντιπαράθεση δυστυχώς
συνεπάγεται τη μεταχείριση ορισμένων ανθρώπινων όντων, αυτών που
καταπιέζουν, σαν απλών αντικειμένων. Διότι πρέπει κανείς να σταθμίζει
την ελευθερία όλων σε σχέση με την ελευθερία ορισμένων.
Πρέπει
να σεβόμαστε την ελευθερία μόνο όταν αποσκοπεί στην ελευθερία, όχι όταν
εκτρέπεται, τρέπεται σε φυγή και ενδίδει. Ελευθερία που ενδιαφέρεται
μόνο για την άρνηση της ελευθερίας πρέπει να αποκρουστεί. Και δεν
αληθεύει ότι η αναγνώριση της ελευθερίας των άλλων περιορίζει τη δική
μου ελευθερία: το να είσαι ελεύθερος δε σημαίνει ότι έχεις τη δύναμη να
κάνεις ό,τι θέλεις. Σημαίνει ότι είσαι ικανός να ξεπεράσεις το δοσμένο
βαδίζοντας προς ένα ανοιχτό μέλλον. Η ύπαρξη των άλλων σαν ελευθερία
προσδιορίζει τη δική μου κατάσταση και αποτελεί ακόμα τον όρο για τη
δική μου ελευθερία. Καταπιέζομαι όταν με ρίχνουν στη φυλακή, αλλά όχι
όταν εμποδίζομαι να ρίξω το γείτονά μου στη φυλακή[22].
Όμως,
και για τους υπαρξιστές και για τους αναρχικούς το ερώτημα παραμένει:
πως μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα εάν ενεργούμε κατά τρόπο που
πραγματικά διανοίγει τη δυνατότητα ελευθερίας για όλους; Ο υπαρξισμός
μας λέει ότι ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Επιλέγουμε
να δράσουμε έχοντας αμφιβολίες και αγωνία αλλά δεν μπορούμε παρά να
κάνουμε επιλογές.
Πρέπει
να αποφασίζουμε για την καταλληλότητα μιας πράξης και να προσπαθούμε να
μετρήσουμε την αποτελεσματικότητά της χωρίς να γνωρίζουμε όλους τους
παράγοντες που είναι παρόντες... ο άνθρωπος της δράσης, για να πάρει μια
απόφαση, δε θα περιμένει την τέλεια γνώση που θα αποδείχνει την
αναγκαιότητα κάποιας επιλογής, Πρέπει πρώτα να επιλέξει και έτσι να
συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιστορίας. Μια τέτοιου είδους επιλογή δεν
είναι περισσότερο αυθαίρετη από μια υπόθεση. Δεν αποκλείει ούτε το
συλλογισμό ούτε ακόμα τη μέθοδο. Αλλά είναι επίσης ελεύθερη και
συνεπάγεται ανάληψη κινδύνων που πρέπει να υπολογιστούν ως τέτοιοι. Η
κίνηση του μυαλού, είτε αποκληθεί σκέψη είτε βούληση, πάντοτε αρχίζει
μέσα στο σκοτάδι[23].
Ποτέ
δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας. Δρούμε με την
αμφιβολία και την αγωνία, αλλά παρόλα αυτά δρούμε. Ακόμα και η αδράνεια,
ως προς τις συνέπειές της, είναι δράση και σαν τέτοια είναι γεμάτη
αμφιβολία. Η αβεβαιότητα αυτή χρωματίζει την ελευθερία μας με
αμφιρρέπεια. Απαιτεί από μας να δρούμε με περίσκεψη και ευθύνη καθώς οι
αβέβαιες ενέργειές μας μεταβάλλουν όχι μόνο τον κόσμο μας αλλά και τον
εαυτό μας. Μπορούμε να δούμε την αμφιβολία από μια θετική σκοπιά. Η
παραδοχή της δικής μας αβεβαιότητας μπορεί να μας επιτρέψει να είμαστε
περισσότερο δεκτικοί των απόψεων των άλλων. Ενώ ο υπαρξισμός κάνει την
ελευθερία και την ηθική που απαιτεί η ανθρώπινη ύπαρξη, πρόκειται για
μια ελευθερία που ασκείται εν μέσω αμφιβολίας και γι αυτό το λόγο δεν
πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη ελαφρά τη καρδία.
Η
de Beauvoir ουδέποτε αποκάλεσε τον εαυτό της αναρχικό. Παρόλα αυτά,
υποστηρίζω ότι οι υπαρξιακές της πεποιθήσεις προσεγγίζουν πολύ τις
αναρχικές. Η έμφαση που δίνει στην ανθρώπινη ελευθερία και η απόπειρά
της να εδραιώσει την ηθική σ' αυτή την ίδια την ελευθερία αποτελούν
ουσιαστικά στοιχεία για τον αναρχισμό.
Για
την de Beauvoir, ελευθερία και αμφιρρέπεια, αποτελούν, όπως έδειξα,
μέρος της ανθρώπινης κατάστασης. Η de Beauvoir αντιλαμβάνεται την
ανθρώπινη ζωή σαν στενά συνυφασμένη με το θάνατο:
«Στη
ζωή μας δουλεύουμε συνεχώς», λέει ο Montaigne, «για να χτίσουμε το
θάνατο».... Ο άνθρωπος γνωρίζει και σκέφτεται αυτή την τραγική
αμφιρρέπεια που το ζώο και το φυτό απλώς υφίσταται. Από αυτό μια νέα
παραδοξότητα εισέρχεται στο πεπρωμένο του. Ως «ορθολογικό ζώο»,
«σκεπτόμενος κάλαμος», δραπετεύει από τη φυσική του κατάσταση χωρίς όμως
να απελευθερώνεται από αυτήν. Εξακολουθεί να είναι μέρος αυτού του
κόσμου, του οποίου αποτελεί συνείδηση. Επιβεβαιώνει τον εαυτό του σαν
μια καθαρή εσωτερικότητα, απέναντι στην οποία καμιά εξωτερικότητα δεν
μπορεί να εισδύσει, και αποκτά εμπειρία του εαυτού του σαν ένα πράγμα
που συνθλίβεται από το σκοτεινό βάρος άλλων πραγμάτων. Ανά πάσα στιγμή
μπορεί να αντιληφθεί τη μη πρόσκαιρη αλήθεια της ύπαρξής του[24].
Τα
λόγια αυτά με τα οποία η de Beauvoir αρχίζει το βιβλίο της The Ethics
of Ambiguity παρουσιάζουν ενδιαφέρον διότι θέτουν το θάνατο στο
επίκεντρο της ζωής. Το να ζει κανείς σαν ένα υποκείμενο που έχει
συνείδηση του άπειρου, ενώ ως αντικείμενο είναι δεμένος στο πεπερασμένο,
αποτελεί για την de Beauvoir την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η
ελευθερία της ανθρώπινης ύπαρξης εμπεριέχεται στη δυνατότητα ότι, παρά
το θάνατο, τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να προβάλλουν τον εαυτό τους
στο μέλλον. Πρόκειται, όμως, για ένα μέλλον το οποίο επισκιάζεται από το
θάνατο. Όπως επισημαίνει η Mary O’ Brien στο έργο της The Politics of
Reproduction,
Ο
διαλεκτικός υλισμός παίρνει σαν θεμελιακό του αξίωμα την ανάγκη του
τρώγειν... Η απλή σεξουαλική πράξη μετασχηματίστηκε από την κλινική
ευφυΐα του Φρόυντ σε θεωρητικό a priori ενός συστήματος σκέψης... Ο
θάνατος έχει βασανίσει την αρσενική φιλοσοφική φαντασία από την εποχή
που ο Άνθρωπος ο Στοχαστής άρχισε για πρώτη φορά να σκέφτεται και στην
εποχή μας έγινε η σκληρή πραγματικότητα που κυρίως απασχολεί τον
υπαρξισμό, ένα ακατάστατο και παράφορα απαισιόδοξο σώμα σκέψης στο οποίο
ο μοναχικός και ηρωικός άνθρωπος προσπαθεί να αψηφήσει το παράλογο του
κενού που στεγάζει τη συνείδησή του και τον κόσμο του. Είναι σαφές ότι
το αναπόφευκτο και η αναγκαιότητα των βιολογικών αυτών γεγονότων δε
σημαίνει ότι στερούνται ιστορικής δύναμης και θεωρητικής σημασίας. Δεν
έχουμε συγκρίσιμες φιλοσοφίες γέννησης[25].
Η
Θέση της Ο' Βrien είναι ότι η γέννηση, όπως η τροφή, η σεξουαλικότητα
και ο θάνατος δεν αποτελούν μόνο ένα ωμό γεγονός της φύσης αλλά μέρος
της ανθρώπινης διαδικασίας δημιουργίας νοήματος και ιστορίας. Στην
πραγματικότητα η Ο' Βrien υποστηρίζει ότι οι ωδίνες του τοκετού των
γυναικών και ο ίδιος ο μόχθος ανατροφής των παιδιών δημιουργεί αυτό που
θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε την υπέρτατη αξία: την ανθρώπινη ζωή.
Αυτός ο μόχθος, υποστηρίζει η Ο' Βrien, μεσολαβεί μεταξύ του ατόμου και
της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η αναπαραγωγική εργασία βοηθά στην πλήρωση
«του παράλογου του κενού» εγκαθιστώντας μια υλική σχέση μεστή νοήματος
μεταξύ των ατόμων που συνεχίζεται μέσα στο χρόνο, παρά το θάνατο. Για να
θέσουμε το θέμα με τους όρους του υπαρξισμού τι θα μπορούσε να
αποτελέσει μεγαλύτερο πρόταγμα από τη δημιουργία της ίδιας της
ανθρώπινης ζωής; Με τη δημιουργία νέων ανθρώπινων όντων, η αναπαραγωγική
εργασία προβάλλει ένα μέλλον για την ανθρωπότητα ως σύνολο.
Παρά
το γεγονός ότι η de Beauvoir εστιάζει την προσοχή της στο θάνατο
αναφέρεται σύντομα στη σημασία της γέννησης στο βιβλίο της The Ethics of
Ambiguity όταν κάνει λόγο για την εξαθλίωση και τη μοιρολατρικότητα των
καταπιεσμένων λαών:
Κι
όμως παρόλη αυτή την άθλια μοιρολατρικότητα, υπήρχαν παιδιά που έπαιζαν
και γελούσαν. Και το χαμόγελο τους αποκάλυπτε το ψέμα των καταπιεστών
τους: ήταν μια έκκληση και μια υπόσχεση. Προέβαλε ένα μέλλον μπροστά στο
παιδί, ένα μέλλον του ανθρώπου. Εάν σε όλες τις καταπιεσμένες χώρες, το
πρόσωπο ενός παιδιού είναι τόσο συγκινητικό, δεν είναι επειδή το παιδί
αυτό είναι περισσότερο συγκινητικό ή επειδή έχει περισσότερο δικαίωμα
στην ευτυχία σε σχέση με τους άλλους. Είναι διότι αποτελεί τη ζωντανή
επιβεβαίωση της ανθρώπινης υπερβατικότητας: βρίσκεται σε εγρήγορση,
είναι ένα ανυπόμονο χέρι που απλώνεται στον κόσμο, είναι μια ελπίδα, ένα
πρόταγμα[26].
Το
απόσπασμα αυτό συγκαταλέγεται στις ελάχιστες περιπτώσεις που η de
Beauvoir αναγνωρίζει στα γραπτά της τα παιδιά σαν πρόταγμα: το πρόταγμα
της ανθρωπότητας. Στο φεμινιστικό της έργο The Second Sex που άνοιξε
καινούργιους δρόμους όταν δημοσιεύτηκε στα γαλλικά το 1949 (και σε
αγγλική μετάφραση το 1953) η de Beauvoir επισημαίνει ότι η ρητή
αντιπαράθεση θανάτου και γέννησης αποτελεί τη μόνη αλήθεια της
ανθρώπινης ύπαρξης. Η de Beauvoir υποστηρίζει ότι η υπερβατικότητα
εντοπίζεται στον πολεμιστή, διότι είναι στον πόλεμο εκεί όπου οι
άνθρωποι:
...απέδειξαν
με δραματικό τρόπο ότι η ζωή δεν είναι η υπέρτατη αξία για τον άνθρωπο,
αλλά αντίθετα ότι θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να υπηρετήσει σκοπούς
πιο σημαντικούς από την ίδια τη ζωή. Η χειρότερη κατάρα που επέπεσε επί
της γυναίκας ήταν ότι θα έπρεπε να αποκλειστεί από αυτές τις επιδρομές.
Διότι αυτό που ανύψωσε τον άνθρωπο πάνω από τα ζώα δεν είναι το γεγονός
ότι γεννά ζωή αλλά ότι διακινδυνεύει τη ζωή αυτή. Και γι αυτό το λόγο
στην ανθρωπότητα η ανωτερότητα δεν παραχωρήθηκε στο φύλο που δίνει ζωή
αλλά σ' αυτό που φονεύει[27].
Η
συμπληρωματικότητα του φεμινισμού και του υπαρξισμού: το να βασίσουμε
την ελευθερία της ανθρωπότητας στο θάνατο αντί στη ζωή είναι πράγματι
προβληματικό. Σε μια εποχή όπου ο πυρηνικός αφανισμός αποτελεί μια πολύ
πραγματική πιθανότητα, μια φιλοσοφία βασισμένη μόνο στο θάνατο, είναι
σκέτη αυτοκτονία. Η παραδοχή ότι η γέννηση είναι ένας τρόπος με τον
οποίο κανείς προβάλλει τον εαυτό του και την ανθρωπότητα ελεύθερα στο
μέλλον θα έδινε στον υπαρξισμό την επιβεβαιωτική αυτή της ζωής ποιότητα
που σήμερα απαιτείται από κάθε πολιτική φιλοσοφία.
Εάν
οι ωδίνες του τοκετού και ο μόχθος ανατροφής των παιδιών δεν είναι μόνο
ένα πρόταγμα, αλλά ένα πρόταγμα μέσα στο οποίο τα ανθρώπινα όντα
κατακτούν μια αίσθηση αλληλοσύνδεσης με τους άλλους και μια ικανότητα
υπέρβασης του θανάτου, τότε η γέννηση και η ανατροφή των παιδιών θα
έπρεπε να αποτελούν κεντρικό μέλημα κάθε κοινωνίας. Πράγματι, οι
περισσότερες κοινωνίες εναποθέτουν το καθήκον αυτό στους ώμους μόνο των
γυναικών και το θεωρούν ότι στερείται αξίας. Το να φέρει κανείς στον
κόσμο και να ανατρέφει παιδιά υποστηρίζω ότι είναι πολύτιμο, ακριβώς
διότι το ανθρώπινο ον αποτελεί την υπέρτατη αξία. Το γεγονός ότι η de
Beauvoir δεν αναγνωρίζει την αξία αυτή δε σημαίνει ότι πρέπει να
απορρίψουμε σύσσωμο τον υπαρξισμό. Μάλλον, θα έπρεπε αντί να
ασχολούμαστε αποκλειστικά με το θάνατο όπως ο υπαρξισμός, να προσθέσουμε
το ενδιαφέρον για τη γέννηση: να καταλάβουμε ότι γέννηση και θάνατος
συνιστούν μια διαλεκτική της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο υπαρξισμός, προσφέρει
μια πολιτική φιλοσοφία που τοποθετεί το ανθρώπινο ον σε θέση ελευθερίας
και ευθύνης. Σ' αυτό, ορισμένες σύγχρονες φεμινίστριες προσθέτουν μια
επιβεβαιωτική της ζωής διάσταση. Ο αναρχισμός πρέπει να αντλήσει και από
τα δύο.
Από
πρακτική άποψη, τι θα σήμαινε για τον αναρχισμό η υιοθέτηση ενός
υπαρξισμού εμποτισμένου με φεμινιστικά στοιχεία; Εκτός από την
παραδοσιακή πρόκληση για τη δημιουργία ενός μη ιεραρχικού κοινωνικού και
οικονομικού συστήματος οι αναρχικοί θα πρέπει επίσης να εξετάσουν
τρόπους με τους οποίους η γέννηση και ανατροφή των παιδιών θα μπορούσε
να είναι κάτι που το μοιράζονται όλα τα μέλη της κοινότητας. Αυτό δε
σημαίνει ότι κάθε άτομο θα πρέπει να αναπαράγει βιολογικά, αλλά μάλλον
ότι ως κοινότητα δημιουργούμε ένα περιβάλλον που να (υπο)στηρίζει τα
παιδιά. Ενώ οι αναρχικοί και οι υπαρξιστές δεν έχουν γενικά δεχθεί ότι
το ζήτημα των παιδιών είναι σημαντικό, το αντίθετο συμβαίνει με τις
φεμινίστριες[28].Ας
πάρουμε, για παράδειγμα, το πώς η Charlotte Perkins Gilman διερευνά το
θέμα της ανατροφής των παιδιών στο φανταστικό κόσμο της Her land (η Γη
της) που έγραψε το 1915.
Όπως
έλεγα, εδώ στη Her land έχουμε το παιδί που αντιμετωπίζει τη ζωή... Από
τα πρώτα βήματά τους τα παιδιά εντυπώνουν στη μνήμη τους και γνωρίζουν
την Ειρήνη, την Ομορφιά, την Τάξη, την Ασφάλεια, την Αγάπη, τη
Σωφροσύνη, τη Δικαιοσύνη, την Υπομονή και την Αφθονία. Με τη λέξη
«Αφθονία» εννοώ ότι τα μικρά μεγάλωσαν μέσα σ' ένα περιβάλλον που
ικανοποιούσε τις ανάγκες τους, ακριβώς όπως τα ελαφάκια μεγαλώνουν στα
δροσάτα ξέφωτα του δάσους και στα ποταμόβρεκτα βοσκοτόπια. Τα παιδιά
ήταν πολύ ευτυχισμένα γι αυτό, όπως τα ελαφάκια. Βρέθηκαν σ' ένα μεγάλο,
φωτεινό και αξιαγάπητο κόσμο, γεμάτο από τα πιο ενδιαφέροντα και
γοητευτικά πράγματα που μπορούσαν να μάθουν και να κάνουν. Παντού οι
άνθρωποι ήταν φιλικοί και ευγενικοί. Στη Her land κανένα παιδί δε
συνάντησε την αυταρχική σκληρότητα που τόσο συχνά δείχνουμε στα παιδιά.
Ήταν κι αυτά, άνθρωποι, από την πρώτη στιγμή, το πιο πολύτιμο κομμάτι
του έθνους. Σε κάθε βήμα της πλούσιας εμπειρίας της ζωής τους, έπρεπε να
μελετούν για να διευρύνουν την επαφή τους με μια ατέλειωτη σειρά κοινών
ενδιαφερόντων. Εξαρχής, τα πράγματα που μάθαιναν ήταν συσχετισμένα,
σχετικά και το ένα προς το άλλο και προς την εθνική ευημερία... Ακόμα
και τα ελαττώματά τους και τα παραπτώματά τους στην παιδική ηλικία ποτέ
δεν τους τα παρουσίαζαν σαν αμαρτήματα αλλά κυρίως σαν σφάλματα και
λάθη, όπως σ' ένα παιχνίδι. Μερικά από αυτά τα παιδιά, που προφανώς ήταν
λιγότερο ευάρεστα από άλλα ή που είχαν κάποια πραγματική ανεπάρκεια ή
ελάττωμα, τα μεταχειρίζονταν με ευδιάθετη ανεκτικότητα, όπως μια ομάδα
φίλων θα μεταχειρίζονταν κάποιο συμπαίκτη τους που δεν έπαιζε καλά
χαρτιά σε κάποια παρτίδα... Το γεγονός ότι τα παιδιά μπορούσαν να
γεννηθούν σε μεγάλο βαθμό μέσα σε τέτοιες εξαίσιες συνθήκες και να
ανατραφούν σ' ένα περιβάλλον διαμορφωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει
την πιο πλούσια και ελεύθερη ανάπτυξή τους, αποτελούσε ένα μέσο για το
σκόπιμο ανασχηματισμό και τη βελτίωση ολόκληρου του κράτους[29].
Για
την Gilman, η ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών θα έπρεπε να αποτελεί
μια διαδικασία ελεύθερης επιλογής μέσα σε ατμόσφαιρα αμοιβαίου
σεβασμού. Το να είναι κανείς παιδί δε σημαίνει ότι αποκλείεται από τον
κόσμο των ενηλίκων ή την άρνηση των δικαιωμάτων του παιδιού. Η παιδική
ηλικία είναι η εποχή όπου τα παιδιά θα έπρεπε να ενθαρρύνονται για να
πειραματίζονται και να παίζουν, να μαθαίνουν και να μεγαλώνουν ελεύθερα.
Η Gilman δεν αναφέρει αν άνδρες και γυναίκες θα έπρεπε να μοιράζονται
την ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών, εφόσον οι κάτοικοι το
φανταστικού κόσμου της Her land είναι μόνο γυναίκες. Κι ίσως είναι
ακριβώς αυτή η απουσία ανδρών που επιτρέπει στην Gilman, το 1915, να
συγκεντρώσει την προσοχή της στο θέμα των παιδιών, σ' ένα ιδιωτικό
«γυναικείο θέμα» που λάμπει δια της απουσίας του από τα περισσότερα
γραπτά κείμενα ανδρών που αναφέρονταν σε δημόσια θέματα. Στο Her land, η
Gilman υποστηρίζει ότι αυτά που θεωρούμε ως δραστηριότητες οι οποίες
ανήκουν στην ιδιωτική σφαίρα αποτελούν στην πραγματικότητα πολιτικά
ζητήματα. Είναι ζητήματα τα οποία πρέπει να απασχολήσουν τους αναρχικούς
εάν αληθινά πρόκειται να αγωνιστούν κατά της καταπίεσης και της
ιεραρχίας σε όλες τους τις μορφές.
Πιο
πρόσφατα, η Margie Piercy προσφέρει έναν εναλλακτικό κόσμο στο
αριστουργηματικό της μυθιστόρημα Woman on the Edge of Time. Στη
φανταστική κοινότητα της Mattapoisett την ανατροφή των παιδιών
μοιράζονται τρεις άνθρωποι που αναλαμβάνουν την πρωταρχική ευθύνη για τα
παιδιά τους. Το Σχολείο, σαν τέτοιο, έχει καταργηθεί. Τα παιδιά
μαθαίνουν δουλεύοντας μαζί με άλλα παιδιά και με ενήλικους. Η Jackrabbit
και η Luciente, ξεναγούν την Connie, μια γυναίκα από τη σημερινή εποχή,
στο δικό τους κόσμο.
Σ'
έναν από τους κήπους που είχε το σχήμα ιστού αράχνης ένας γέρος με
πυκνά άσπρα μαλλιά και σκαμμένο πρόσωπο, μπράτσα σαν κομμάτια ξύλου
ναυαγισμένου πλοίου σκεβρωμένα από το αλάτι και τον άνεμο, μάζευε
μπιζέλια σ΄ένα καλάθι και σ' ένα άλλο αγριόχορτα. Μαζί του δούλευαν ένα
παιδί οκτώ χρονών από τη μια πλευρά κι ένα δέκα από την άλλη. «Πώς
γίνεται και τα παιδιά δεν είναι αυτή την ώρα στο σχολείο;», ρώτησε η
Connie. «Έκλεισε κιόλας για το καλοκαίρι;» «Αυτό είναι το σχολείο»,
απάντησε η Luciente, τραβώντας την Connie πιο κοντά σ' αυτούς. «Αυτό
είναι ένα κομμάτι αρνίσιου κρέατος. Δεν είναι;» ρώτησε ένα παιδί.
«Μπορείς να το φας;» «Σίγουρα» «Κοίταξε το σχήμα που έχουν τα λουλούδια
του μπιζελιού. Τα πιο πολλά λαχανικά έχουν ακανόνιστα λουλούδια με πέντε
πέταλα — δες, τα δύο χαμηλότερα ενώνονται σε σχήμα καρίνας, σαν την
καρίνα της ψαρόβαρκας. Τα δύο πέταλα στα πλευρά μοιάζουν με απλωμένα
φτερά. Κι έπειτα έχεις το άλλο στην κορυφή. Τα πιο πολλά λαχανικά έχουν
φύλλα σαν κι αυτά». «Εναλλάσσονται. Ανακατεύονται. Με αυτά τα σπειροειδή
πράγματα που τα συγκρατούν;». «Είναι κληματσίδες. Μερικές, αντί για
φύλλα έχουν αγκάθια. Αφού τις ξεβοτανίσουμε, θα ψάξουμε για ένα δέντρο
που έχει αναπτυχθεί όπως τα λαχανικά, που έχει αγκάθια μερικούς πόντους
μεγάλα». Να, σαν τα δάκτυλά μου, έδειξε ο γέρος. Καθώς συνέχισαν τον
περίπατό τους, η Connie είπε, «Τα παιδιά, όμως, δεν μπορούν να μάθουν
τόσα με αυτόν τον τρόπο όσα θα μάθαιναν στην τάξη του σχολείου, από ένα
βιβλίο!». «Μπορούν και διαβάζουν. Όταν γίνονται τεσσάρων χρονών περίπου,
όλα ξέρουν να διαβάζουν», είπε η Jackrabbit. «Αλλά, ποιος θέλει να
μεγαλώσει έχοντας γεμίσει το κεφάλι του με γεγονότα μέσα σε κουτάκια;
Ποτέ δεν αφήνουμε το σχολείο για να πάμε να δουλέψουμε. Εδώ πάντα
δουλεύουμε και πάντα μελετάμε. Πιστεύουμε ότι αυτό που νομίζει κάποιος
ότι ξέρει πρέπει να δοκιμάζεται συνεχώς. Να αντιπαραβάλλεται με αυτό που
χρειάζεται ο κόσμος. Νοιαζόμαστε πολύ για το πώς γίνονται τα πράγματα»[30].
Έτσι,
τα παιδιά είναι πλήρως ενσωματωμένα στην κοινότητα. Αυτό σημαίνει ότι
όλοι, άνδρες και γυναίκες, έχουν κάποιο δεσμό με τα παιδιά, καθώς
δουλεύουν και παίζουν με αυτά σε οτιδήποτε κάνουν. Μεταχειρίζονται τα
παιδιά ως ανθρώπους, όχι σαν αντικείμενα. Η εκπαίδευση που παίρνουν τα
παιδιά ως πλήρη μέλη της κοινότητας είναι πλουσιότατη και για τα ίδια
αλλά και για τους ενήλικες. Όλοι επωφελούνται από αυτήν τη γεμάτη
ανθρωπιά, μη αυταρχική, προσέγγιση απέναντι στην ανατροφή των παιδιών:
Τα παιδιά μεγαλώνουν με αυτο-σεβασμό και νοιάζονται για τους άλλους, ενώ
οι ενήλικες συνάπτουν άμεσο δεσμό με την επόμενη γενιά, με το μέλλον.
Όπως εξηγεί η Luciente στην Connie:
Όλοι
διδάσκουμε. Τα παιδιά δουλεύουν μαζί μας. Προσπαθούμε να μοιραζόμαστε
όσα μάθαμε κι όσα δε γνωρίζουμε... Νομίζω ότι ίσως το να μεγαλώνει
κανείς είναι λιγότερο μυστηριώδες σε εμάς, εφόσον ο κόσμος των ενηλίκων
δεν είναι ξεχωριστός. Υπάρχει καλύτερο μέρος από μια κλινική για να
μάθεις ανατομία; Υπάρχει καλύτερο μέρος για να μάθεις βοτανική από ένα
χωράφι με καλαμπόκι; Υπάρχει καλύτερο μέρος για να μάθεις μηχανική από
ένα εργαστήριο επισκευών; Ζητούμε πολλά από τα παιδιά μας αλλά...
ευγενικά. Δεν είναι το ίδιο με τον άμεσο δεσμό που είχες με την κόρη
σου, όπως είπες πριν. Έχουμε περισσότερο χώρο, περισσότερο κόσμο που μας
αγαπά»[31].
Έχουμε
εδώ μια προσέγγιση απέναντι στα παιδιά γεμάτη ανθρωπιά, που τελικά
σημαίνει και μια προσέγγιση γεμάτη ανθρωπιά απέναντι στον εαυτό μας.
Πόσοι από εμάς ανατρέξαμε στην παιδική μας ηλικία και δεν ανατριχιάσαμε
στην ανάμνηση αυταρχικών γονέων και δασκάλων; Πόσοι από εμάς δεν
αισθάνονται συναισθηματικά παραμορφωμένοι ως ενήλικες, διότι μας
μεταχειρίστηκαν απάνθρωπα όταν ήμασταν παιδιά; Η παιδεία και η ανατροφή
των παιδιών, για να είναι ανθρώπινες, πρέπει να είναι αντι-αυταρχικές.
Τα παιδιά αξίζει να μεγαλώνουν στην αναρχία και την ελευθερία. Το παιδί
είναι η επιτομή του ανθρώπινου προτάγματος — διότι τα παιδιά είναι
ανοιχτά σε όλα. Με άλλα λόγια, ελεύθερα. Από τους κατοίκους της
Mattapoisett πρέπει να μάθουμε την τέχνη να είμαστε μαζί με τα παιδιά.
Ωστόσο,
για μερικούς ανθρώπους, η εξαιρετική επίδοση και διάκριση εξισώνεται με
τον αυταρχισμό. Για να μπορέσει ένα παιδί να επιτύχει εξαιρετικές
επιδόσεις και να διακριθεί πρέπει να εξαναγκασθεί να ασκηθεί σκληρά,
είτε πρόκειται να μάθει τους πίνακες πολλαπλασιασμού στην αριθμητική
είτε τις μουσικές κλίμακες στο πιάνο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν βλέπουν το
παιδί σαν ένα συγκεκριμένο αυτοσκοπό αλλά μάλλον σαν ένα μέσο για την
επίτευξη ενός αφηρημένου σκοπού: να διαπρέψει. Σε μια συνέντευξη που
πήραν η Barbara Dunning και η Jean Lunn από την Margie Piercy για το
βιβλίο της Woman on the Edge of Time τη ρώτησαν εάν ο τρόπος με τον
οποίο σήμερα οι άνθρωποι σπουδάζουν για να γίνουν, ας πούμε, μουσικοί,
θα εξαφανιζόταν σ' έναν κόσμο όπως η Mattapoisett. Η Piercy απάντησε
λέγοντας ότι πράγματι ορισμένες πρακτικές που έχουμε σήμερα δε θα
θεωρούνταν κατάλληλες στο πλαίσιο μιας πιο ανθρώπινης κουλτούρας.
Νομίζω
ότι πιθανότατα ορισμένα είδη πραγμάτων θα έπαυαν να υπάρχουν. Για
παράδειγμα, τη μεγαλοφυΐα στο βιολί, που αρχίζει την εκμάθηση από την
ηλικία των 2 ετών και εξασκείται δεκαεπτά ώρες την ημέρα, δε νομίζω ότι
θα τη βρείτε στο δικό μας κόσμο. Διότι νομίζω ότι κανείς δε θα ήταν
πρόθυμος να διαστρεβλώσει τη ζωή κατά τέτοιο τρόπο... Εάν εκτιμάτε
αρκετά τον ήχο που απολαμβάνετε από ευνουχισμένα παιδιά τότε θα τα
ευνουχίσετε για να τον έχετε, εάν δεν τον εκτιμάτε, δε θα το κάνετε.
Νομίζω ότι η Mattapoisett είναι μια κοινωνία στην οποία κανένα πράγμα
δεν αποτιμάται ως αξία σε τέτοιο βαθμό, που για την απόκτησή του πρέπει
να καταστραφεί το άτομο. Υποψιάζομαι πως μια τέτοια κοινωνία θα παρήγαγε
στην πραγματικότητα πολύ πιο ενδιαφέρουσα τέχνη. Σχεδόν όλοι σ' αυτήν
την κοινωνία ασκούν κάποια τέχνη και ορισμένοι με πλήρη απασχόληση[32].
Η
Piercy δεν ενδιαφέρεται για την παραγωγή κουλτούρας αλλά για την
παραγωγή υγιών ανθρώπων. Δεδομένου ότι τα ανθρώπινα όντα αποτελούν
αυτοσκοπούς και δε θα έπρεπε να μεταβάλλονται σε μέσα για την επίτευξη
οποιωνδήποτε σκοπών, η άποψη της Piercy είναι πολύ ορθή.
Και
η Piercy και η Gilman υποστηρίζουν στο έργο τους ότι η ανατροφή των
παιδιών και η παιδεία θα έπρεπε να αποτελέσουν μέριμνα όλων. Όλοι στην
κοινωνία θα έπρεπε να συμμετέχουν σ΄αυτό. Η Gilman παραθέτει μια
κοινωνία που αποτελείται μόνο από γυναίκες, σαν μέσο για να γενικεύσει
αυτά που παραδοσιακά θεωρούνται ως «γυναικεία» θέματα. Η Piercy
υποστηρίζει ότι άνδρες και γυναίκες πρέπει να μοιραστούν το ρόλο της
πρωταρχικής φροντίδας των παιδιών. Και οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν
την ενσωμάτωση των παιδιών και της αναπαραγωγικής εργασίας στη δημόσια
σφαίρα, πράγμα που πιστεύουν ότι θα έχει θετικά αποτελέσματα στην
κοινωνία ως σύνολο. Οι αναρχικοί μπορεί να διδαχθούν από αυτές, καθώς
και άλλες φεμινίστριες, την αξία της ανθρώπινης ζωής και την ανάγκη η
διαιώνιση της ζωής να ενσωματωθεί στο βασικό κορμό της κοινωνίας. Διότι
εάν όλοι συμμετείχαν στην ανατροφή των παιδιών τότε ποιος θα μπορούσε να
διατάξει τα ίδια αυτά παιδιά να πάνε στον πόλεμο;
Μία νέα σύνθεση για τον αναρχισμό;
Εάν
ο φεμινισμός προσφέρει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση απέναντι στο
πρόβλημα της ύπαρξης, προσέγγιση που επιτυγχάνει τη διαλεκτική σύζευξη
γέννησης και θανάτου, του γενικού και του ειδικού, τότε ποια είναι η
σημασία του αναρχισμού; Δυστυχώς, σε αντίθεση με τον αναρχισμό, από το
φεμινισμό λείπει η εγγενής κριτική της εξουσίας. Για παράδειγμα, έξω από
το αναρχικό κίνημα σπανίζουν οι φεμινίστριες που έχουν μια κριτική
στάση απέναντι στο κράτος per sε. Μερικές μάλιστα εννοιολογούν το κράτος
σαν διαλεκτικό εταίρο του ατόμου. Οι φεμινίστριες με μαρξιστικό
προσανατολισμό, φυσικά, θεωρούν την εγκατάσταση ενός ισχυρού
κομμουνιστικού κράτους όχι μόνο επιθυμητή, αλλά και αναγκαία για την
απελευθέρωση των γυναικών. Μολονότι ορισμένες ριζοσπάστριες φεμινίστριες
έχουν υιοθετήσει την αναρχική κριτική της εξουσίας, άλλες κατέχονται
από την αντίληψη ότι το πρόβλημα είναι οι άνδρες όχι η ίδια η εξουσία[33].
Μόνο ο αναρχισμός προσφέρει μια συνεκτική κριτική των σχέσεων εξουσίας,
είτε οι σχέσεις αυτές εκδηλώνονται στο κράτος, είτε στην εκκλησία, είτε
στον πατριαρχικό έλεγχο των ανδρών επί των γυναικών. Ο φεμινισμός
προσφέρει στον αναρχισμό μια κριτική της αρσενικής εξουσίας που
συνδυάζεται με την επανεκτίμηση της αναπαραγωγικής εργασίας, αλλά ο
αναρχισμός, με την ακατάπαυστη προσπάθεια του να εκμηδενίσει την ίδια
την εξουσία, πηγαίνει πολύ πιο πέρα από το φεμινισμό
Υπαρξισμός
και αναρχισμός είναι η θεωρία και πράξη που βλέπουν την ατομική
ελευθερία σαν αναγκαία. Ο φεμινισμός αντιλαμβάνεται ότι δε θα υπήρχαν
καθόλου άτομα χωρίς γέννηση. Ο υπαρξισμός, εμμένοντας στην άποψη ότι ο
κόσμος δημιουργείται από ανθρώπινα άτομα, μας επιτρέπει να σκεφτούμε το
μέλλον με άπειρους όρους — ακόμα και τη δυνατότητα ενός κόσμου χωρίς
ιεραρχία. Εάν τα ίδια τα ανθρώπινα όντα είναι προτάγματα, τότε τα παιδιά
είναι το πρόταγμα του προτάγματος. Πρέπει, λοιπόν, μέσα σε μια
κατάσταση ελευθερίας, να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας και να
προσεγγίσουμε τους άλλους, είτε αυτοί ζουν σήμερα είτε δεν έχουν ακόμα
γεννηθεί.
Σημειώσεις
* H L. Susan Brown είναι post-doctoral fellow της Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο.
** Our Generation, τομ. 19 (2) 1988
1Για
μια θεώρηση της φιλοσοφίας του Προυντόν βλ. την εισαγωγή του Woodcock
στο βιβλίο: George Woodcock (επιμ.), The Anarchist Reader, Γλασκώβη,
Fontana 1977, ιδιαίτερα σελ. 13-14. Στην ίδια εισαγωγή ο Woodcock δίνει
το περίγραμμα της δικής του αναρχικής προοπτικής
2 Βλ. για παράδειγμα Mary O’ Brien, The Politics of Reproduction, Λονδίνο, Routlege and Kegan Paul, 1981.
3Οι
περισσότεροι θεωρητικοί, που αποσπάσματα τους παραθέτω στη μελέτη αυτή,
αναφέρονται στην ανθρωπότητα και στο ανθρώπινο ον με σεξιστικούς
όρους, όπως Ανθρωπος (Ανδρας)/Ανθρωποι (Ανδρες). Αν και σε ορισμένες
περιπτώσεις αυτό αντανακλά μια πραγματική σεξιστική διατύπωση, σε άλλες
περιπτώσεις είναι κυρίως ενδεικτικό συγγραφέων που έχουν παραδοθεί στις
σημασιολογικές συμβάσεις της εποχής τους. Εν πάση περιπτώσει επέλεξα τα
αποσπάσματα που παραθέτω διότι κατά την άποψή μου αποτελούν σαφείς και
εύγλωττες εκφράσεις ενίοτε πολύ πολύπλοκων ιδεών και επομένως είναι
πολύτιμα, παρά την άτυχη χρήση σεξιστικής γλώσσας.
4Woodcock, ό.π., σελ. 18.
5Στο ίδιο, σελ. 56 (υπογράμμιση δική μου).
6Karl Marx, Grundrisse, NY, Vintage, 1973, σελ. 83
7Στο ίδιο, σελ. 84-85
8Simon de Beauvoir, The Ethics of Ambiguity, Don Mills, Ont.: Citadel, 1948, σελ. 8
9Στο ίδιο, σελ. 129.
10Βλ.
Bill Devall, “The Deep Ecology Movement”, στο Natural Resources
Journal, νο 2, 1980, σελ. 309 (το απόσπασμα αναφέρεται στο δοκίμιο της
Biehl)
11Janet
Biehl, “Ecofeminism and Deep Ecology: Unresolvable Conflict?”, Our
Generation – τομ. 19 (2), 1988 (οι υπογραμμίσεις δικές μου)
12Emma Goldman, «Anarchism”, στο βιβλίο Emma Goldman, Anarchism and Other Essays, NY, Dover, 1969, σελ. 62
13De Beauvoir, ό.π., σελ. 10.
14Στο ίδιο
15Jean-Paul Sartre, Existentialism and Human Emotions, NY, Philosophical Library, 1957, σελ. 15.
16Στο ίδιο, σελ. 18-19.
24Στο ίδιο, σελ. 7.
25Βλ. O’ Brien, σελ. 20-21.
28Από
ιστορική άποψη, ενώ οι άνδρες έχουν εκφράσει τις φιλοσοφικές και
πολιτικές τους απόψεις με τη μορφή του δοκιμίου, οι δυτικές γυναίκες
διεκδίκησαν το μυθιστόρημα σαν το δικό τους μέσο για να εκφράσουν τις
απόψεις τους. Ίσως γι’ αυτό, η μυθιστοριογραφία να υποβιβάστηκε ως
θεμιτή μορφή έκφρασης, και θεωρείται γενικά ως απλή διασκέδαση. Σε μια
απόπειρα να αναβαθμιστεί η δουλειά των γυναικών σ’ αυτόν τον τομέα θα
αντλήσω από δύο γυναίκες συγγραφείς, τη Charlotte Perkins Gilman και τη
Marge Piercy, για να στηρίξω το επιχείρημά μου ότι από το φεμινισμό οι
αναρχικοί μπορούν να αποκτήσουν επίγνωση της φιλοσοφίας που
αντιμετωπίζει θετικά τα παιδιά. Το γεγονός ότι το μυθιστόρημα, σαν μορφή
έκφρασης, λέει αυτό που θέλει να πει με μεταφορές μάλλον, παρά με
τυπικά επιχειρήματα, σημαίνει ότι τα αποσπάσματα που παραθέτω από τα
μυθιστορήματα αυτά είναι κατ’ ανάγκη πιο εκτεταμένα, σε σύγκριση με την
περίπτωση παράθεσης αποσπασμάτων από δοκίμια. Από μια άποψη, το
μυθιστόρημα αποτελεί μια πιο ανοιχτή μορφή επιχειρήματος. Περιέχει
λιγότερη πολεμική συγκριτικά μ’ ένα δοκίμιο, αποκαλύπτει την τοποθέτησή
του μ’ αργό τρόπο, από επίπεδο σε επίπεδο, σαν να ξεφλουδίζυμε ένα
κρεμμύδι. Κι ίσως να μην είναι καθόλου τυχαίο που οι γυναίκες τελικά
προτίμησαν το μυθιστόρημα σαν μέσο έκφρασης.
29Charlotte Perkins Gilman, Herland, NY, Pantheon, 1979, σελ. 100-102.
30Marge Piercy, Women on the Edge of Time, NY, Fawcett Crest, 1976, σελ. 130-31
31Στο ίδιο, σελ. 132-33.
32Marge Piercy, Parti-Colored Blocks for a Quilt, Ann Arbor, Univ. of Michigan Press, σελ. 105-106.
33Βλ.
Sally Miller Gearhart, “The Future – If There is One – Is Female”, στο
βιβλίο της Pam McAllister (επιμ.), Reweaving the Web of Life
9φιλαδέλφεια, New Society Books, 1982, σελ. 266-84 και ιδιαίτερα τις
σελ. 280-84, για παράδειγμα ριζοσπαστικής φεμινιστικής σκέψης που θεωρεί
ότι το πρόβλημα είναι οι άνδρες κι όχι η εξουσία. Η Gearhart
υποστηρίζει μάλιστα τη μείωση των ανδρών στο 10% του ανθρώπινου
πληθυσμού. Παράδειγμα μαρξιστικής – φεμινιστικής ανάλυσης, από την οποία
λείπει το στοιχείο της κριτικής του κράτους, είναι η μελέτη της Heidi
Hermann «The Unhappy Marriage of Marxism and Feminism: Towards a More
Productive Union» στο βιβλίο της Lydia Sargent (επιμ.) Women and
Revolution (Μοντρεάλ: Black Rose Books, 1981, σελ. 1-41). Βλ. επίσης την
αναρχική απάντηση στη Hartmann από την Carol Ehrlich «THE Unhappy
Marriage of Marxism and Feminism: Can it Be Saved?» στο Women and
Revolution σελ. 109-33, που αποτελεί μια πολύ ενημερωτική κριτική της
μαρξιστικής-φεμινιστικής ανάλυσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου