Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Ο αναρχισμός στους "σύγχρονους καιρούς"

Του Κώστα Παπουλή (Γέρου)


Μια αριστερή άποψη για τον αναρχισμό


Το να μιλήσει κανείς για τον αναρχισμό, είναι ίσως το πιο δύσκολο πράγμα που μπορεί να επιχειρήσει. Είναι τόσο πλούσιος και τόσο πολύμορφος, που ίσως δύσκολα μπορεί να περιγραφεί.
Από την προδρομική μορφή του Προυντόν που προσπαθούσε να θεμελιώσει μια μεταρρυθμιστική μετάβαση, από τον καπιταλισμό σε μια ελεύθερη ένωση παραγωγών, μέχρι τον κολεκτιβιστή Μπακούνιν, υπάρχει τεράστια απόσταση, μέσα μόνο σε δύο δεκαετίες.
Όπως και ανάμεσα στον αντιφατικό αντικρατιστή, αλλά και συνάμα μπλανκιστή, μεγάλο Ρώσο επαναστάτη και στον επαναστατικό συνδικαλισμό, που, ουσιαστικά, αποτελεί αυτό που γνωρίσαμε ως μαζικό αναρχικό κίνημα, τουλάχιστον έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ατομικιστές, αναρχοκομουνιστές, οπαδοί της προπαγάνδας με τη δράση, αλλά και πασιφιστές αλλά και λενινιστές αναρχικοί (οπαδοί της πλατφόρμας, Αρσίνωφ1 κ.λπ.) συνδυάζουν μια πολυχρωμία που είναι αδύνατον να κατηγοριοποιηθεί. Μερικοί είδαν στοιχεία αναρχισμού στο πείραμα της εργατικής αυτοδιαχείρισης, στην Γιουκοσλαβία του Τίτο (Γκερέν), ενώ όπου επανεμφανίζεται το αίτημα της αυτοδιεύθυνσης, από την Ουγγαρία του ‘56 μέχρι τον Μάη στη Γαλλία, αποδεικνύεται ότι ο αναρχισμός, όντως, πατάει σε μια φυσική αντικρατική ροπή των εργαζόμενων και πληβειακών τάξεων, προς μια διεύθυνση της κοινωνίας από τις ίδιες, όπως τουλάχιστον αυτή εκφράζεται, μέσα στις εξεγέρσεις.
Ο Μαχάτμα Γκάντι ήταν και αυτός, σίγουρα, εκφραστής ενός είδους αναρχισμού. «Στηρίζει την ειρηνική στρατηγική της πολιτικής ανυπακοής στη Ν. Αφρική και την Ινδία, επάνω στις διδασκαλίες ειρηνόφιλων αναρχικών, όπως οι Τολστόι και Θορώ, και επαναφέρει στη μνήμη, όσα διάβασε στα βιβλία του Κροπότκιν, όταν επινοεί για την Ινδία το σχέδιο μιας αποκεντρωμένης κοινωνίας, με βάση τις αυτόνομες κοινότητες των χωρικών. Η «Ινδία των Χωριών» του Γκάντι ενώ παρέμεινε, κατά το μεγαλύτερο μέρος, απραγματοποίητη πρόθεση, αντιπροσωπεύει ίσως την περισσότερο εκτεταμένη προσέγγιση προς τις βασικές αναρχικές ιδέες στον σύγχρονο κόσμο». (εγκυκλοπαίδεια, Britannika, 2006 ).
O αναρχισμός, όμως, διάλεξε να πραγματοποιηθεί εκείνο το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας του ‘36, στην Ιβηρική Χερσόνησο, που όπως έγραφε ο Ελυζέ Ρεκλύ2: «Ο φεντεραλισμός φαίνεται να είναι γραμμένος στο έδαφος της Ισπανίας, όπου κάθε φυσική διάκριση διατήρησε τη γεωγραφική της ατομικότητα». Στη Λατινική Αμερική θα παίξει ιδιαίτερο ρόλο σε πολλές χώρες, όπως και στις ΗΠΑ, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’30.  Θα επηρεάσει τον φιλοαγροτικό επαναστατισμό του Εμιλιάνου Ζαπάτα, ενώ ισχυρές αναρχοσυνδικαλιστικές κινήσεις θα αναπτυχτούν στην Ουρουγουάη και στην Αργεντινή. Ο αναρχοσυνδικαλισμός των Πουζέ3-Πελουτιέ4 θα επικρατήσει στη Γαλλία μέχρι το 1914 και θα είναι η κύρια επαναστατική τάση του εργατικού κινήματος σε όλη την Ευρώπη.


To ρήγμα και οι δύο τάσεις
Η στάση των «16» επιφανών αναρχικών (Κροπότκιν, Ζάν Γκράβ, Πολ Ρεκλί κ.λπ.) στο ζήτημα του πολέμου, όπου στάθηκαν στο πλευρό της σοσιαλδημοκρατίας, δημιούργησε το μεγάλο ρήγμα στο ελευθεριακό κίνημα. Ίσως είναι αυτός ο κύριος λόγος που οι επαναστάτες εργάτες εγκατέλειψαν τον αναρχισμό, για να εισέλθουν στα νεοσύστατα κομμουνιστικά κόμματα, πολύ περισσότερο από ό,τι η νίκη των μπολσεβίκων στη Ρωσία. (βλ. Χομπσμπάουμ, Oι Επαναστάτες, 1969). Όμως μέσα του υπάρχει και η ιστορική «παρένθεση». Όταν ήταν συνήθως απομονωμένος και περιθωριακός έδρασαν μέσα του κλέφτες, που θεώρησαν την κλοπή ως αναδιανομή του πλούτου, διάσημοι διαρρήκτες (τα μυθιστορήματα για τον Αρσέν Λουπέν, έχουν εμπνευστεί από την συμμορία των νυχτερινών εργατών του αναρχοατομικιστή Ζακόμπ5), εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά και «ιδιαίτερες» περιπτώσεις όπως ο Εμίλ Ανρί. Μετά την συντριβή της Κομμούνας, την δεκαετία του 1880-1890 οι αναρχικοί μοιράζονται ανάμεσα σε δύο τάσεις. Η πρώτη τάση υποστηρίζει την προπαγάνδα με τη δράση, που φτάνει μέχρι τις δολοφονικές απόπειρες, που θα αφυπνίσουν τον λαό, αφού του δείχνουν την τρωτή πλευρά της αστικής τάξης. Η δεύτερη τάση υποστηρίζει την ίδρυση εργατικών οργανώσεων, ώστε να καταλήξουν μέσω αυτών, στην κοινωνική επανάσταση.
Σημεία των καιρών, που υπό προϋποθέσεις μπορούν να παρομοιαστούν με την σημερινή εποχή και ιδιαιτέρως με την Ελλάδα. Το τέλος του 19ου αιώνα αποτέλεσε μια πολύ δύσκολη πολιτική περίοδο, εξαιτίας της ήττας της Κομμούνας, την κυριαρχία μιας πλαδαρής κοινοβουλευτικής σοσιαλδημοκρατίας στο εργατικό κίνημα και την συνεπακόλουθη απουσία ενός επαναστατικού ρεύματος. Μέχρι η δεύτερη τάση να καταφέρει να συνδεθεί με τον λαό -διαθέτοντας δεινούς αγκιτάτορες όπως η κομμουνάρια Λουΐζ Μισέλ- και να δημιουργήσει ένα μεγαλειώδες εργατικό κίνημα, θα δράσουν εγκληματικές αναρχικές φιγούρες, όπως ο Ραβασόλ και ο Εμίλ Ανρί. Ο Εμίλ Ανρί στα τέλη του 19ου αιώνα στο Παρίσι, θα ρίξει μία βόμβα σε ένα καφενείο που κάθονταν απλοί άνθρωποι και θα βάψει τον αναρχισμό με αίμα αθώων.
Η φράση του: «δεν υπάρχουν αθώοι» και η στάση του στο δικαστήριο πηγαίνοντας προς το ικρίωμα, θα μείνει μεν στην ιστορία, αλλά η βλάβη τόσο στον αναρχισμό όσο και σε οποιαδήποτε ουμανιστική αξία, αποδεικνύει στον υπέρτατο βαθμό ότι το κυρίαρχο κίνητρο των επαναστατών δεν μπορεί να είναι το μίσος, αλλά η αγάπη για την κοινωνία. 
Στο δικαστήριο γελοιοποίησε τους διώκτες του, ενώ δικαιολογεί την κλοπή ως δίκαιη κατανομή του πλούτου. Αφήνεται ελεύθερος μετά από 25 χρόνια στα γαλλικά κάτεργα, ενισχύει οικονομικά τους ισπανούς αναρχικούς και αυτοκτονεί το 1954, για να αποφύγει την σωματική κατάρρευση, ενώ είναι ερωτευμένος και ζεί με την Ζο, που είναι 26 χρονών και 56 χρόνια μικρότερη του.
Ο αναρχισμός βέβαια θα βρει τον δρόμο του χωρίς τους διάφορους Εμίλ Ανρί. Το αξιοσημείωτο είναι ότι επανεμφανίζεται, σήμερα, με δυναμικό τρόπο στην Ελλάδα και ίσως -αν εξαιρέσουμε περιοχές του Καναδά, της Β. Αμερικής και την πατρίδα του την Ισπανία- είναι η χώρα που εμφανίζει το μεγαλύτερο και πιο μαχητικό αναρχικό κίνημα παγκοσμίως. Σε μια χώρα μάλιστα, που οι τελευταίοι αναρχικοί χάνονται στην κατοχή. Όπου στην αντίσταση δεν έπαιξε κανένα ρόλο, αντίθετα με τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξαν οι Ισπανοί εξόριστοι στην Γαλλία ή τη συνεισφορά των Ιταλών αναρχικών στην πάλη ενάντια στον Μουσολίνι.
Στην Ελλάδα χωρίς καμία προδικτατορική συνέχεια, εμφανίζεται ως αποτέλεσμα του ρεύματος του ’68, με μια μικρή ομάδα στη Νομική και κύρια στην εργατική συνέλευση του Πολυτεχνείου το ’73, για να πολλαπλασιάζεται, σήμερα, με μεγάλη ταχύτητα και να δίνει τη δικιά του ταυτότητα στις τελευταίες μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, με αποκορύφωμα τον Δεκέμβρη του 2008. Σίγουρα, η παραπάνω κατάσταση, και το ότι Εξάρχεια, τόσο κεντρικά, όσο και περιφερειακά -σχεδόν σε κάθε επαρχιακή πόλη- δεν υπάρχουν πουθενά στην Ευρώπη, ενισχύει την άποψη για τον χαρακτήρα της Ελλάδας ως γενικευμένου -και όχι μόνο οικονομικού- αδύναμου κρίκου.

Ανιχνεύοντας τον αναρχισμό σήμερα
Τι είναι, όμως, ο σύγχρονος αναρχισμός; Ποιες είναι οι πηγές που τον τροφοδοτούν; Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britannika: «Για όλες αυτές τις κινήσεις, οι οποίες απορρίπτουν τα παλαιά κόμματα της Aριστεράς, με την ίδια δύναμη με την οποία απορρίπτουν την υπάρχουσα πολιτική δομή, η έφεση προς τον αναρχισμό είναι ισχυρή και αυτονόητη. Η αναρχική αντίληψη, με την εμμονή της στον αυθορμητισμό, τη θεωρητική της ευκαμψία, την απλούστευση της ζωής, την αγάπη και την οργή ως συμπληρωματικά και απαραίτητα συστατικά, τόσο της κοινωνικής όσο και της ατομικής δράσης, προσελκύει όλους εκείνους που απορρίπτουν τους απρόσωπους θεσμούς και υπολογισμούς των πολιτικών κομμάτων. Η αναρχική απόρριψη του κράτους, η επιμονή στην αποκέντρωση και την τοπική αυτονομία βρήκαν ισχυρή απήχηση ανάμεσα σε εκείνους που μιλούσαν για συμμετοχική δημοκρατία...».
Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι δίνει μια ικανοποιητική ερμηνεία -από αντισυστημική πλευρά- για αυτό που συνέβη στις «σοσιαλιστικές» χώρες, καθώς η διανοητική πανοπλία των αναρχικών είναι η επίγνωση για τους κινδύνους της γραφειοκρατίας, που συνυπάρχουν με την ορθόδοξη εκδοχή του μαρξισμού, αλλά περισσότερο ίσως οι αναρχικές ομαδοποιήσεις και κοινότητες, αναδεικνύουν την άρνηση στις κομφορμιστικές, ιεραρχικές και σε τελική ανάλυση συστημικές σχέσεις, που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους μέσα στα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς. Αυτή η ιδεαλιστική πλευρά τού εδώ και τώρα, του αποτινάζουμε σήμερα τα δεσμά της εξουσίας, του δίνει μια ελκυστικότητα που δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Αρνούμενος την «ορθολογική» πλευρά των πραγμάτων, την «αντικειμενική ανάλυση», επιμένοντας στην ουτοπία της εξέγερσης, εμφανίζεται δικαιωμένος μέσα στην ιστορική ασυνέχεια, καθώς η ιστορία διακόπτεται με μη προβλέψιμα, επαναστατικά και μη επεισόδια.
Ήταν τελικά πολύ ταιριαστό που ο αναρχισμός διάλεξε για πατρίδα του την Ισπανία, την χώρα του Δον Κιχώτη. Συναντάει εκεί τον βολονταριστικό δυτικό κομμουνισμό, γιατί όπως λέει σήμερα και ο Ράσελ Τζάκομπι: «Η κατάσταση δεν είναι απελπιστική, είναι και αντικειμενικά ασαφής. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική κατάσταση μπορεί να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή. Το 1959 κανένας δεν προέβλεψε την έκρηξη της δεκαετίας του ’60. Το 1988 κανένας δεν προείδε το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Σύνθημα μας παραμένει το αδιαλλαξία πριν την πραγμοποίηση».
Όμως, «το γεγονός ότι θεωρεί το σκοπό της προλεταριακής επανάστασης σαν άμεσα παρόντα, συνιστά ταυτόχρονα το μεγαλείο και την αδυναμία του πραγματικού αναρχικού αγώνα (γιατί στις ατομικιστικές του παραλλαγές οι βλέψεις του αναρχισμού παραμένουν γελοίες)» θα γράψει ο επικεφαλής της καταστασιακής διεθνούς στα 1967 (Γκυ Ντεμπόρ, κοινωνία του θεάματος).
Πάνω σε αυτό το συμπέρασμα θα πρέπει να σκεφτούν πολύ σοβαρά οι Έλληνες αναρχικοί, αν θέλουν να δημιουργήσουν ένα ελευθεριακό κίνημα που θα φέρει κοινωνικό αποτέλεσμα. Με αυτήν την έννοια, ίσως πρέπει να αναζητήσουν ένα ριζοσπαστικό και κριτικό ρόλο στα αριστερά ενός λαϊκού μετώπου, που θα δώσει μια εργατική λύση εξόδου από την κρίση στην ελληνική κοινωνία και θα τους δώσει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν ένα πλατύ αναρχικό κίνημα που θα συνεισφέρει στον αμεσοδημοκρατικό και σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της. Το πώς θα συνδυάσουν την πάλη ενάντια στο κράτος, με μια άμεση λύση, είναι ένα δύσκολο πρόβλημα, που ποτέ δεν έλυσαν στο παρελθόν, αλλά θα πρέπει να το επιχειρήσουν να τα καταφέρουν σήμερα, επιλέγοντας και τις τακτικές και στρατηγικές τους, συμμαχίες.

Ιστορία και θεωρητικά λάθη
Ο αναρχισμός υπήρξε αναποτελεσματικός, μια και δεν κέρδισε παρά «στιγμιαία», αλλά αν και η επιτυχία σίγουρα δεν σημαίνει ορθή θεωρία όπως έδειξε ο λενινισμός, πρέπει να σκεφτούν οι αναρχικοί πάνω στην ετυμηγορία της ιστορίας.
Υπάρχουν και σοβαρά θεωρητικά λάθη στον αναρχισμό, όσον αφορά την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Με τον ίδιο τρόπο, όπως ο ορθόδοξος μαρξισμός, έχει ταυτίσει την έννοια της διακυβέρνησης της πολιτείας, με το κράτος. Δεν κατανοεί, όπως και το σύνολο της Αριστεράς, ότι αντίστροφα, η πολιτική είναι δομικός αντίπαλος του κράτους. Αρνείται, έτσι, τη δημιουργία πολιτικών αμεσοδημοκρατικών θεσμών, έξω από την οικονομία, που θα διευθύνουν την κοινωνία.
Όπως έλεγε ένας από τους τελευταίους μεγάλους ελευθεριακούς στοχαστές, ο Μ. Μπούκτσιν: «Η πολιτική, σχεδόν εξ ορισμού, είναι η ενεργός εμπλοκή των ελεύθερων πολιτών στην διαχείριση των δημοτικών τους υποθέσεων και στην προάσπιση της ελευθερίας των». (ο κομμουναλισμός, 2005). Στα 84 χρόνια του ο Μ. Μπούκτσιν θα αποποιηθεί την ιδιότητα του αναρχικού, για να έρθει πιο κοντά στον Κ. Καστοριάδη, υποστηρίζοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής, σε ρήξη με τον αυθεντικό αναρχισμό, τη δημιουργία λαϊκών πολιτικών θεσμών, έξω από την οικονομία. Τα προβλήματα των πολιτικών αποφάσεων, η δικαιοσύνη κ.λπ. δεν μπορούν να λυθούν στο οικονομικό επίπεδο, στην αυτοδιαχειριζόμενη επιχείρηση, στη κομμούνα, στη τοπική κοινότητα, όπως πρεσβεύει ο κλασικός αναρχισμός.
Οι Έλληνες αναρχικοί πριν επιχειρήσουν, βέβαια, να κάνουν τα μεγάλα άλματα οφείλουν να περιθωριοποιήσουν το μηδενιστικό ρεύμα που ανθεί σήμερα στις τάξεις τους. Κατά έναν παράξενο τρόπο ο ελληνικός αναρχισμός μοιάζει να χωρίζεται σε δύο κύριες τάσεις, όπως στα τέλη του 19ου αιώνα στο Παρίσι. Το δημιουργικό και πολιτικό του κομμάτι, δεν καλείται μόνο να νικήσει, απέναντι στο τυφλό και ατομικιστικό τμήμα του, αλλά και να υπερβεί την παράδοσή του, σε μια εποχή που αναμένονται τουλάχιστον στην Ελλάδα, μεγάλα κινήματα και κοινωνικές αναστατώσεις.
Σημειώσεις
1. Ο Αρσίνωφ μαζί με τον Μάχνο και άλλους Ρώσους και Ουκρανούς αναρχικούς -μετά την οδυνηρή ήττα που γνώρισαν στην Ρωσία- θα συντάξουν στο Παρίσι, το 1926, την «οργανωτική πλατφόρμα». Είναι το πρώτο αναρχικό κείμενο που μιλάει για την ανάγκη της οργάνωσης και του αποτελέσματος, της ενιαίας γραμμής και τακτικής, ομοιογενούς προγράμματος, και κύρια της συμμόρφωσης του καθενός με τις κοινές αποφάσεις. Απογοητευμένος από την άγρια επίθεση, που θα δεχτεί από τους ελευθεριακούς συντρόφους του, ο Αρσίνωφ, θα επιστρέψει στη Ρωσία το 1933, όπου θα εκτελεστεί το 1937. Ο χαρακτηρισμός «λενινιστή,ς» ίσως δεν είναι απολύτως ορθός, όμως έτσι τον «κατηγόρησαν» οι σύντροφοι του αλλά και αρκετά ζητήματα που θίγει η πλατφόρμα είναι σε τελική ανάλυση περισσότερο κομμουνιστικά, παρά αναρχικά, χωρίς αυτό να απορρίπτει την ορθότητά τους.
2.Ο Ελιζέ Ρεκλύ (1830-1905), γεωγράφος, λόγιος, ακαδημαϊκός και επαναστάτης, συνδυάζει άριστα όλες του τις ιδιότητες και θεωρείται από πολλούς, πρόδρομος της ανάπτυξης της κοινωνικής γεωγραφίας, αλλά και της πολιτικής οικολογίας. Ο Κροπότκιν, και αρκετοί άλλοι, τον θεωρούσαν μετριοπαθή αναρχικό.
3. To 1879, o Eμίλ Πουζέ (1860-1931) ήταν ήδη εμψυχωτής του συνδικάτου εμποροϋπαλλήλων στο Παρίσσι. Το 1880, από σοσιαλιστής έγινε αναρχικός. Από το 1894, όταν τα άλλα μέσα δράσης αποκλείστηκαν από τους αναρχικούς, σύστηνε την ενσωμάτωση τους στα συνδικάτα. Είναι ένας από τους συντάκτες, του χάρτη της Αμιένης, όπου επιβεβαιώνεται η επικράτηση των επαναστατών συνδικαλιστών στο εργατικό κίνημα και διασαφηνίζεται ο ρόλος του αναρχοσυνδικαλισμού.
4. Ο Φερνάν Πελουτιέ (1867-1901) είναι ένας από τους κυριότερους θεωρητικούς του αναρχοσυδικαλισμού. Στο συνέδριο της ¨Ομοσπονδίας σοσιαλιστών εργαζομένων της Δύσης», στην Τουρ το 1891, πρότεινε την ιδέα της γενικής απεργίας. Η «ιστορία των εργατικών κέντρων» και το περιοδικό «εργατικός κόσμος», δίνουν μια μικρή ιδέα της προσπάθειας του Πελουτιέ, τις ιδέες του οποίου γνώριζε καλά ο Πουζέ.
5. Ο Αλεξάντρ Ζακόμπ (1879-1954) καταδικάστηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα, το 1926 στα νησιά Σαλύ της Γουινέας. Είχε προηγηθεί μια έντονη δραστηριότητα κλοπών πλούσιων σπιτιών, εκκλησιών, ακόμη και του καζίνο του Μόντε Κάρλο. Σε κάθε ληστεία αφήνει ένα εκδικητικό σημείωμα, ενώ χρησιμοποιεί πλούσια τεχνολογία,
και διαθέτει δικό του χυτήριο, για να λειώνει τα χρυσά αντικείμενα. Κομμάτι από τα λάφυρα, από 156 εμπνευσμένες κλοπές το διαθέτει για την χρηματοδότηση του αναρχικού τύπου.
Στο δικαστήριο γελοιοποίησε τους διώκτες του, ενώ δικαιολογεί την κλοπή ως δίκαιη κατανομή του πλούτου. Αφήνεται ελεύθερος μετά από 25 χρόνια στα γαλλικά κάτεργα, ενισχύει οικονομικά τους ισπανούς αναρχικούς και αυτοκτονεί το 1954, για να αποφύγει την σωματική κατάρρευση, ενώ είναι ερωτευμένος και ζεί με την Ζο, που είναι 26 χρονών και 56 χρόνια μικρότερη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου