Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Κατά της Ομοφωνίας: Η ανάγκη για μια ανασύνθεση του ελευθεριακού προτάγματος

Η κρίση του συστήματος και η ανάγκη για ανασύνθεση του ελευθεριακού κινήματος

Οι πλατιές εργαζόμενες μάζες της κοινωνίας βρίσκονται σήμερα παγιδευμένες ανάμεσα στην υπερεθνική Σκύλλα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και στην εθνικιστική Χάρυβδη του Κρατισμού. Η εντατικοποίηση της οικονομικής εκμετάλλευσης, η υπαγωγή όλο και περισσότερων τομέων του οργανωμένου κοινωνικού βίου στη δικαιοδοσία των σιδερένιων νόμων της αγοράς και η ολομέτωπη επίθεση των ελίτ ενάντια σε παγιωμένα εργασιακά δικαιώματα και ελευθερίες, συντελείται στις μέρες μας μέσα από τη συμμετοχή της Ελλάδας στους ετερόνομους υπερεθνικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξαιτίας της ανάγκης για την εξυπηρέτηση του πελώριου δημόσιου χρέους, για την δημιουργία του οποίου ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η ίδια η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ και η έκθεση της αδύναμης ελληνικής οικονομίας στις ανελέητες ανταγωνιστικές πιέσεις της ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς, εξαπολύονται άγριες φορολογικές επιδρομές που επιβαρύνουν συντριπτικά τις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες. Καταλύεται κάθε έννοια μονιμότητας κι εργασιακής ασφάλειας και προωθείται η απορύθμιση στις εργασιακές σχέσεις, που επί της ουσίας θεσμοποιεί την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία των πολυεθνικών κολοσσών πάνω στο σύνολο της κοινωνίας. 
Στον αντίποδα, αναπτύσσεται ένα κίνημα ακραιφνών Κρατιστών (ΚΚΕ, φράξια Λαφαζάνη στον ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ-μλ) που αποδέχονται την αναγκαιότητα απεξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τον διεθνή καταμερισμό εργασίας που επιβάλλει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς μέσω της εξόδου της χώρας από την ΕΕ. Όμως, στη θέση των υπερεθνικών αφεντικών, οι πολιτικοί αυτοί της εξουσιαστικής ρεφορμιστικής Αριστεράς ονειρεύονται είτε την αναστήλωση της σοσιαλδημοκρατικής μικτής οικονομίας (που επιτρέπει στο Κράτος να διαχειρίζεται από κοινού με το ντόπιο καπιταλιστικό κεφάλαιο το επίπεδο και το περιεχόμενο της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας), είτε την εγκαθίδρυση ενός μοντέλου κρατικιστικού σοσιαλισμού με την δημιουργία μονοπωλίων ελεγχόμενων από το Κράτος στους περισσότερους τομείς της παραγωγικής διαδικασίας. 

Έτσι, υπόσχονται ότι θα απελευθερώσουν τις μη-προνομιούχες κοινωνικές ομάδες από την υποταγή στα υπερεθνικά κέντρα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, μόνο και μόνο για να τους ξαναφορέσουν τα δεσμά της κρατικής γραφειοκρατίας και των εξουσιαστικών μηχανισμών του Κράτους. Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ότι η ανάγκη δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερη για τη δημιουργία ενός ενωμένου και ισχυρού ελευθεριακού κινήματος που θα λειτουργήσει ως τρίτος πόλος ανάμεσα στα τσιράκια του υπερεθνικού κεφαλαίου (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) και στους απολογητές της παλινόρθωσης της κρατικής ισχύος (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, οπαδοί του κρατικιστικού σοσιαλισμού) και θα δώσει τη δυνατότητα στην μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών να αναπτύξουν τους δικούς τους αυτόνομους, αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς προκειμένου να ξαναπάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Σε συμφωνία με τα παραπάνω, δεν έχουμε παρά να παραθέσουμε τα λόγια του Κροπότκιν, ο οποίος αντιμέτωπος με την περιθωριοποίηση του διεθνούς αναρχικού κινήματος της εποχής του, την σεχταριστική πολυδιάσπαση του και την ευκολία με την οποία οι αναρχικοί υπέκυπταν στη γοητεία της ατομικής βίας, έγραψε το 1890: «πρέπει να είμαστε κοντά στον λαό, ο οποίος δεν θέλει πια να βλέπει απομονωμένες πράξεις, αλλά επιθυμεί να δει ανθρώπους της δράσης να πυκνώνουν τις γραμμές του»[i].

Η απαραίτητη διαδικασία ανασύνθεσης του ελευθεριακού προτάγματος δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από την συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για διεύρυνση της κοινωνικής απήχησης της αναρχικής ιδέας και για ευρύτερη κοινωνικοποίηση των προγραμματικών στόχων και των συλλογικών θεσμών κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης μέσω της εφαρμογής τους σε μαζική κοινωνική κλίμακα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί χωρίς την ανάπτυξη ενός μαζικού ελευθεριακού κινήματος με στοιχειώδη συνοχή σε επίπεδο θεωρίας και πολιτικής πρακτικής που θα δημιουργήσει το πρόπλασμα πολιτικών και οικονομικών θεσμών ικανών να ενσωματώσουν ένα ολοένα και πιο διευρυμένο κομμάτι της κοινωνίας στην καθημερινή άσκηση της αυτοδιεύθυνσης τους και θα τους βοηθήσει να κάνουν πράξη το ιδανικό της αυτοκυβέρνησης. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι χωρίς την αναθεώρηση της αντίληψης που θέλει την αναρχική συνέλευση να αποτελεί απλώς ένα όργανο κατάστρωσης και οργάνωσης τακτικών δράσεων, χωρίς την εγκατάλειψη της αρχής της ομοφωνίας και χωρίς την ανάπτυξη ενός στρατηγικού οράματος για το ποιος είναι ο μακροπρόθεσμος πολιτικός στόχος (δηλαδή ποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης είναι συμβατή με το αναρχικό ιδανικό και το αναρχικό σύστημα αξιών), ο δρόμος προς την Αναρχία θα παραμείνει σκοτεινός και δύσβατος.

Η Αναρχία ως πρόταγμα και η ασυμβατότητα της με την ομοφωνία

Η προσπάθεια αυτή προϋποθέτει την επιστροφή στις πολιτικές παραδόσεις του κλασικού κοινωνικού αναρχισμού. Αναρχοκομμουνιστές διανοητές όπως ο Κροπότκιν, ο Φλόρες Μαγόν και ο Νέστωρ Μάχνο ήταν ταυτόχρονα ακατάβλητοι πολιτικοί ακτιβιστές. Αντιλαμβάνονταν της αναρχία σαν απελευθερωτικό πρόταγμα και δεν δίσταζαν να εμπλακούν σε δημόσιες συζητήσεις με θέμα την μορφή που θα έπαιρνε η μελλοντική αναρχική κοινωνία την οποία πάλευαν να εγκαθιδρύσουν μέσα από την καθημερινή πολιτική πρακτική τους. Επιδίδονταν ανενδοίαστα σε αυτές τις δραστηριότητες χωρίς να ανησυχούν αν οι ενέργειες τους μπορούσαν να παρερμηνευθούν από κάποιους και να εκληφθούν ως ενέργειες που αρμόζουν περισσότερο σε μια πολιτική «πρωτοπορία». Είχαν συναίσθηση του γεγονότος ότι η εξουσιαστική διάσταση μιας πρωτοπορίας έγκειται όχι στην επεξεργασία αυτή καθ’ εαυτή μιας τεκμηριωμένης, ελευθεριακής πολιτικής πρότασης-άποψης, άλλα στο αν η πρόταση αυτή δημιουργεί δομές ανισοκατανομής δύναμης και κατοχυρώνει κατά οποιονδήποτε τρόπο την θεσμική υπεροχή μιας ελίτ πάνω στο σύνολο του κινήματος και της κοινωνίας. Αντίθετα, η αναγωγή των σύγχρονων αναρχικών, αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων σε μονοδιάστατα όργανα συναπόφασης κι εκτέλεσης συλλογικών δράσεων και η συνακόλουθη εμμονή στην ομοφωνία σαν τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο λήψης αποφάσεων, αποτελούν κατά την άποψη μας ανυπέρβλητα εμπόδια προκειμένου να αποκατασταθεί η Αναρχία στον παραδοσιακό της ρόλο ως καθολικού επαναστατικού προτάγματος. Η παραπάνω αντίληψη αποκλείει την πιθανότητα οι κατά τόπους αναρχικές συνελεύσεις να συνομοσπονδιοποιηθούν και να λειτουργήσουν ως θεσμοί που θα προεικονίζουν τους αυτόνομους θεσμούς της μελλοντικής κοινωνίας για αυτοοργάνωση σε μαζική κλίμακα.

Η ισότιμη χρήση των πόρων της συνέλευσης από την εκάστοτε μειοψηφία (κάτι που αποτελεί απαραβίαστη αρχή για πολλές από τις υπάρχουσες αμεσοδημοκρατικές δομές)[ii] μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση που οι αποφάσεις της συνέλευσης αφορούν την διοργάνωση μεμονωμένων δράσεων, τη συγγραφή και το μοίρασμα κειμένων, κλπ. Όμως, πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτή η αρχή αν η συνέλευση εγκατέλειπε την ακτιβιστική αυτή αντίληψη της «δράσης για τη δράση» και καταγινόταν με ζητήματα που άπτονται της οργάνωσης μιας τοπικής οικονομίας και της κατανομής σπάνιων πλουτοπαραγωγικών πόρων; Με ποιο τρόπο θα εφαρμοζόταν η ομοφωνία, αν το αντικείμενο της συζήτησης ήταν η κατάρτιση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, σε συνεργασία με τις συνελεύσεις μαθητών-καθηγητών στα δημοτικά, ελευθεριακά μορφωτικά ιδρύματα; Πώς θα λειτουργούσε στην πράξη η αρχή της προστασίας των μειοψηφιών (με τον τρόπο που αυτή ερμηνεύεται από πολλούς μεταμοντέρνους «αναρχικούς»), όταν η δημοτική συνέλευση – ως το κεντρικό όργανο συλλογικής αυτοδιεύθυνσης σε έναν απελευθερωμένο δήμο – θα συνερχόταν για να αποφασίσει αν θα προβάλλει αντίσταση ενάντια σε μια πιθανή εισβολή της ευρωχωροφυλακής ή του Αμερικανικού Έκτου Στόλου, που θα αποβίβαζε στρατεύματα για να τιμωρήσει την αθέτηση αποπληρωμής του εθνικού χρέους και να καταπνίξει την αναρχική συνομοσπονδία των αυτόνομων Δήμων εν τη γενέσει της; Θα ανεχόταν η συνέλευση τη συμφιλιωτική γραμμή μιας μειοψηφίας, έναντι της ανάγκης για αξιοποίηση όλων των πόρων της συνέλευσης προκειμένου να αντιτάξει την πιο αποτελεσματική αυτοάμυνα απέναντι στις επελαύνουσες αντεπαναστατικές ορδές; Ξέρουμε πώς τέτοια ζητήματα μοιάζουν με σενάρια επιστημονικής φαντασίας, όμως τα αναφέρουμε ενδεικτικά για να δείξουμε τον χαρακτήρα των αποφάσεων που καλείται να πάρει μια συνέλευση που συνιστά ενεργό όργανο συλλογικής αυτοκυβέρνησης, σε αντιδιαστολή με μια συνέλευση που περιορίζεται στον σχεδιασμό και τη διεκπεραίωση δράσεων αντιπληροφόρησης. 

Ωστόσο, οι λόγοι για τους οποίους απορρίπτουμε την ομοφωνία δεν είναι μόνο λόγοι τακτικής και πολιτικής σκοπιμότητας. Αντίθετα, πιστεύουμε ακράδαντα ότι η δημοκρατία και όχι η ομοφωνία συνιστά τον καλύτερο τρόπο προστασίας των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Θεωρούμε ότι η ατομική και συλλογική αυτονομία δεν είναι ανταγωνιστικά μεγέθη αλλά αλληλοσυμπληρούμενα. Χωρίς το ένα, το άλλο δεν μπορεί να υπάρξει. Υπό αυτήν την έννοια, ούτε η ατομική, ούτε η συλλογική αυτονομία κατοχυρώνεται από τις διαδικαστικές εκφάνσεις της άμεσης δημοκρατίας (πλειοψηφία / ομοφωνία), αλλά απαιτούν την ανάπτυξη ενός πλέγματος θεσμισμένων αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών και οικονομικών-κοινωνικών δομών ισοκατανομής όλων των μορφών δύναμης (άμεση κατοχή κι έλεγχος των μέσων παραγωγής από την δημοτική συνέλευση, αυτοδιεύθυνση στους χώρους εργασίας, στα πανεπιστήμια, κλπ.) που θα μπορούσε να ονομαστεί πολίτευμα, καθώς και μιας αυτόνομης, ελευθεριακής κουλτούρας που επιτρέπει στους πολίτες να εισέρχονται στη συνέλευση και να συμμετέχουν στα συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων με πραγματικά ισότιμους όρους. Η αναγκαιότητα αυτών των ρυθμίσεων έγκειται στο γεγονός ότι δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ίση δυνατότητα συμμετοχής όλων των πολιτών στις πολιτικές διαδικασίες του αυτοδιαχειριζόμενου δήμου, διασφαλίζει την ισηγορία με την έννοια ότι κανείς πολίτης δεν διαθέτει δομικά μέσα πίεσης (θεσμοποιημένη πολιτική ή οικονομική δύναμη) τα οποία μπορεί να ασκήσει για να χειραγωγήσει ή ακόμη και να ακυρώσει τη βούληση της συνέλευσης κι εξασφαλίζει τον διαρκή και συνεχή έλεγχο του σώματος των πολιτών πάνω στο αποτέλεσμα των αποφάσεων τους. Με αυτόν τον τρόπο εξαλείφεται ο διαχωρισμός που επικρατεί στη σύγχρονη εξουσιαστική κοινωνία ανάμεσα στο άτομο και το κοινωνικό σύνολο και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων παύει να είναι απλώς ζήτημα διαδικασίας (ομοφωνία) και μετατρέπεται σε ζήτημα εναρμόνισης και ενίσχυσης της ατομικής αυτονομίας μέσα από θεσμισμένες κοινωνικές δομές συλλογικής αυτονομίας και αντίστροφα.

Γνώμη μου είναι ότι η αντίληψη της ομοφωνίας παραβλέπει τις δομικές προϋποθέσεις της αυτονομίας και γι’ αυτό καταφεύγει στον ιδιότυπο αυτόν ατομικισμό ως μέσον προστασίας των μειοψηφιών και των ατομικών ελευθεριών. Πράγματι, εξ’ όσων γνωρίζουμε καμιά από τις αναρχικές συλλογικότητες που υιοθετούν τον ομοφωνικό τρόπο λήψης αποφάσεων στις συνελεύσεις τους δεν δρουν στη βάση ενός συνολικού πολιτικού προτάγματος για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και ούτε καν παραδέχονται την ανάγκη για την ύπαρξη ή την επεξεργασία ενός τέτοιου προτάγματος. Ελλείψει λοιπόν ενός καθολικού προτάγματος για την διαμόρφωση των κοινωνικών όρων της ελευθερίας και της συλλογικής αυτονομίας, διολισθαίνουν σε μια ατομιστική ερμηνεία της ατομικής ελευθερίας κατάλληλη μόνο για μια εσωστρεφή, περιχαρακωμένη συνέλευση που λειτουργεί μόνο ως διαδικασία, μέσα σε ένα εχθρικό θεσμικό κοινωνικό πλαίσιο (οικονομία της αγοράς, αντιπροσωπευτική «δημοκρατία») και όχι ως καταλύτης για έναν γενικότερο μετασχηματισμό της κοινωνίας στη βάση ενός αντισυστημικού προγράμματος ριζοσπαστικής αποκέντρωσης της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δύναμης με επίκεντρο τις δημοτικές, πρόσωπο-με-πρόσωπο συνελεύσεις.

Τα παράγωγα της εσωστρέφειας των μονοθεματικών αναρχικών συνελεύσεων αναπαράγονται κατά την γνώμη μας και στο ιδεολογικό επίπεδο, στον βαθμό που οι αποφάσεις της συνέλευσης δεν λαμβάνονται με βάση μια διαδικασία διαβούλευσης, επαλήθευσης και αξιολόγησης της κάθε άποψης που έχει τα θεμέλια της στον δημοκρατικό ορθολογισμό (τη διατύπωση λογικά συνεκτικών προτάσεων που να είναι συμβατές με τα δεδομένα των αισθήσεων και που έχουν ως στόχο τη δημοκρατία ως διαδικασία και δομή κοινωνικής οργάνωσης), αλλά επαφίεται στην οικειοποίηση της ετερότητας του κάθε συντρόφου προκειμένου να φτάσει στη λήψη μιας συλλογικής απόφασης. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σημασία της αλληλοκατανόησης και της οικειοποίησης της ετερότητας ως εργαλείου για την ανάπτυξη μιας αίσθησης συντροφικότητας μέσα στη συνέλευση, θεωρούμε πως στον βαθμό που μια τέτοια αντίληψη οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάγκη για ομοφωνία, δεν ενθαρρύνει την συνδιαμόρφωση και δεν δημιουργεί μια ευρύτερη απελευθερωτική ηθική, η οποία συμβαδίζει με την υιοθέτηση του δημοκρατικού ορθολογισμού. Αντίθετα, ενθαρρύνει την ατομιστική οχύρωση των συμμετεχόντων πίσω από την δική τους άποψη και καλλιεργεί εγωιστικές συμπεριφορές και μια τάση για αυθαίρετη προσβολή των αποφάσεων της συνέλευσης από μεμονωμένα μέλη στη βάση μη-συμφωνημένων κριτηρίων, παραδοχών και ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας.

Κι εξηγούμαστε: Αν οι τοποθετήσεις αξιολογούνται και κρίνονται σύμφωνα με τις πρότερες ατομικές εμπειρίες και τα προσωπικά βιώματα του καθενός (όπως αναγράφεται ρητά στο καταστατικό σας) και δεν αξιολογούνται στην βάση μιας από κοινού συμφωνημένης μεθόδου και διαδικασίας που περιλαμβάνει ρητά διατυπωμένα κριτήρια τα οποία όλοι οι συμμετέχοντες υιοθετούν ως αναγκαία για την διαμόρφωση της δικής τους συλλογικής «αλήθειας» και προκειμένου να μην ετερονομούνται κάποια μέλη της συνέλευσης από κάποια άλλα, τότε οδηγούμαστε σχεδόν αναπόφευκτα σε έναν «γενικευμένο σχετικισμό». Έτσι, αν όλες οι βιωματικές εμπειρίες είναι εξορισμού αποδεκτές χωρίς να εξετάζεται η συμβατότητα τους με τα κριτήρια π.χ. του ορθού λόγου και των δεδομένων των αισθήσεων, τότε όλες οι εμπειρίες, ανορθολογικές ή μη, είναι εξορισμού αποδεκτές (ως και οι εμπειρίες π.χ. ενός φανατικού Χριστιανού, ενός μαρξιστή που πιστεύει στην νομοτέλεια της Ιστορίας, κλπ.) αφού αυτό που τίθεται σε συλλογική διαβούλευση και δοκιμασία δεν είναι η συμβατότητα ενός επιχειρήματος με τον Ορθό Λόγο, αλλά το κατά πόσο μια άποψη απορρέει από ένα προσωπικό – βιωματικό υπόβαθρο.

Ωστόσο, η συμβατότητα της κάθε άποψης με τα ορθολογικά κριτήρια είναι απαραίτητο συστατικό της πνευματικής ελευθερίας της συνέλευσης, αφού κάθε ανορθολογική δοξασία και κλειστό θεωρητικό δόγμα περιέχει έναν φιλοσοφικό πυρήνα που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και ελεύθερης διαβούλευσης από τα μέλη μιας δημοκρατικής συνέλευσης. Έτσι η συνέλευση δεν είναι ελεύθερη να δημιουργήσει την δική της, ανοικτή αλήθεια, αλλά αναγκάζεται να υποκύψει σε ετερόνομες απόψεις και αντιλήψεις μόνο και μόνο επειδή έχουν «βιωματικό» χαρακτήρα. Έτσι ακυρώνεται στην πράξη η ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης, αφού η αποδοχή ανορθολογικών απόψεων και δοξασιών που προκύπτει αναπόφευκτα από την έλλειψη μιας από κοινού δημοκρατικής ορθολογικής διαδικασίας αξιολόγησης των απόψεων που τίθενται υπό διαβούλευση, ουσιαστικά εμπεριέχει την άρνηση του δικαιώματος του κάθε μέλους της συνέλευσης να μετέχει ενεργά και να διαβουλεύεται γύρω από την διαμόρφωση της κοινής συλλογικής αλήθειας, του κοινού της δηλαδή «παραδείγματος».

Επιπλέον, χωρίς την θέσμιση μιας από κοινού διαδικασίας συνδιαλλαγής και λογοδοσίας μεταξύ των μελών (δύο διαστάσεις που είναι αλληλένδετες), δεν μπορεί να αποτραπεί η κατάχρηση του δικαιώματος για προσβολή των αποφάσεων της συνέλευσης και επαναφορά τους για συζήτηση, αφού η διαφωνία δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί και να τεκμηριωθεί σε κάποια βάση που είναι αμοιβαία αποδεκτή από όλα τα μέλη της συνέλευσης, αλλά στις προσωπικές επιθυμίες και τις εγωιστικές παρορμήσεις του κάθε μέλους μεμονωμένα. Όμως, γιατί πρέπει να γίνει σεβαστή μια θέση της μειοψηφίας όταν μοναδικό κριτήριο συναπόφασης και συνδιαμόρφωσης της κοινής αλήθειας είναι η συμβατότητα μιας άποψης με την κοινά συμφωνημένη μέθοδοτου δημοκρατικού ορθολογισμού, βάσει του οποίου μοναδικό κριτήριο του βαθμού ορθότητας μιας άποψης είναι ο βαθμός διυποκειμενικότητας της, δηλαδή ο βαθμός εθελούσιας αποδοχής της μετά λόγου γνώσης, από μια πλειοψηφία ελεύθερα σκεπτόμενων ατόμων που πείστηκαν από αυτή; Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, για την ορθότητα της αλήθειας μιας συνέλευσης δεν υπάρχει άλλο κριτήριο από την αποδοχή της οποίας τυγχάνει από τα ελεύθερα σκεπτόμενα μέλη της. Συνεπώς, η άρνηση που δεν συνοδεύεται από ορθολογική τεκμηρίωση με οδηγό το ρητό στόχο της συνέλευσης ως δομής και διαδικασίας κοινωνικής αυτοθέσμισης είναι εγωιστική και στείρα, αφού καταπατά τη συμφωνία που έχει γίνει εξαρχής για την διαδικασία και τις θεμελιακές προϋποθέσεις της από κοινού λήψης αποφάσεων που κατοχυρώνει την υπόσταση της συνέλευσης ως πολιτικού σώματος. Μόνο σε αυτή τη βάση έχει νόημα το δικαίωμα προσβολής των αποφάσεων της συνέλευσης από τα μέλη της και δεν κινδυνεύει να εκφυλιστεί από θεσμός ρητής αυτοθέσμισης της κοινωνίας, σε όργανο παρακώλυσης και υπονόμευσης της αυτοκυβέρνησης των πολιτών.

Έτσι, η υιοθέτηση της αρχής της ομοφωνίας καθηλώνει τη συνέλευση στην αέναη αναζήτηση ενός - δήθεν πλουραλιστικού – κατώτατου κοινού παρονομαστή (καθιστώντας αδύνατη τη λήψη σημαντικών αποφάσεων) και αναγάγει τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που λαμβάνουν χώρα εκτός της συνέλευσης σε αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής διαδικασίας, αφού δίχως αυτή την ανεπίσημη «προεργασία» ο βαθμός συναντίληψης που απαιτεί η ομοφωνική απόφαση είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγαλύτερος αναρχικός διανοητής της εποχής μας Μάραιη Μπούκτσιν αποκάλεσε την ομοφωνία, «ατομιστική αλτερνατίβα στην δημοκρατία».[iii] Άλλωστε, ο Μπούκτσιν είχε πλήρη επίγνωση ότι η συνομοσπονδιοποίηση των αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όσο οι συνελεύσεις αυτές επιμένουν να υιοθετούν τον ομοφωνικό τρόπο λήψης αποφάσεων. Εκτός αν δεχτούμε ότι η μελλοντική απελευθερωτική κοινωνία, αυτοοργανωμένη σε μαζική κλίμακα και σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, οικολογικό) θα απαρτίζεται από χιλιάδες ή εκατομμύρια ρομπότ που θα ομονοούν στα πάντα, εκμηδενίζοντας στην πραγματικότητα τα ατομικά χαρακτηριστικά και τις διαφορές στην προσωπικότητα τους.

Αναρχισμός, πρωτογονισμός και δημοκρατία

Ας μην λησμονούμε ότι η δημοκρατία δεν είναι ξένη προς το αναρχικό κίνημα. Όταν θέλησαν να υπερβούν τα στενά όρια των ομάδων συνάφειας που είχε οργανώσει η FAI, οι Ισπανοί αναρχικοί υιοθέτησαν την δημοκρατία και τον συνομοσπονδισμό ως την πλέον ενδεδειγμένη οργανωτική μορφή της αναρχικής κοινωνίας του μέλλοντος, στο σημαντικότερο πείραμα εφαρμογής των αρχών του κοινωνικού αναρχισμού σε σημαντική κοινωνική κλίμακα.[iv] Το ψήφισμα του 1936 που εξέδωσε η CNT στο συνέδριο της Σαραγόσα και είχε σκοπό να καθορίσει το θεσμικό πλαίσιο του ελευθεριακού κομουνισμού, βασιζόταν ρητά σε αμεσοδημοκρατικές αρχές. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι: «

Ομοίωςτο θεμέλιο της (αναρχοκομμουνστικής) διοίκησης αυτής θα είναι η Κομμούνα», που είναι «αυτόνομη» και «συγκροτεί ομοσπονδίες σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.” Η Κομμούνα “θα αναλάβει να τηρήσει τους γενικούς κανόνες που έχουν συμφωνηθεί κατά πλειοψηφία μετά από ελεύθερη συζήτηση.” Τόνιζε επίσης την ελεύθερη φύση της κοινωνίας στην οποία αποσκοπούσε η CNT: “Οι κάτοικοι μιας Κομμούνας θα συζητούν αναμεταξύ τους τα εσωτερικά τους προβλήματα… Οι ομοσπονδίες θα απασχολούνται με σημαντικά προβλήματα που επηρεάζουν μια χώρα ή επαρχία και όλες οι Κομμούνες πρέπει να εκπροσωπούνται στις συγκεντρώσεις και συνελεύσεις τους, επιτρέποντας έτσι στους εντολοδόχους τους να μεταφέρουν την δημοκρατική άποψη των αντίστοιχων κοινοτήτων τους… κάθε κοινότητα που εμπλέκεται θα έχει το δικαίωμα να πει τη γνώμη της… για τα θέματα περιφερειακού χαρακτήρα, είναι καθήκον της περιφερειακής ομοσπονδίας να υλοποιήσει τις συμφωνίες… Έτσι, το σημείο εκκίνησης είναι το άτομο, που ανέρχεται στην κοινότητα, έπειτα στην ομοσπονδία και τελικά φτάνει μέχρι την συνομοσπονδία. ” (αναφέρεται από Jose Peirats, η CNT στην Ισπανική Επανάσταση, vol. 1, σελ. 106-7)». Κατά τον ίδιο τρόπο οργανώθηκαν και οι συνομοσπονδιοποιημένες αγροτικές κομούνες των Ζαπατικών χωρικών την περίοδο της Μεξικανικής Επανάστασης.[v]

Η επικρατούσα αντίληψη της «δράσης για τη δράση» δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην Αναρχία. Αντίθετα, ο αναρχικός χώρος θα παραμείνει περιθωριοποιημένος και θα περιμένει την επόμενη θηριωδία του συστήματος για να ξεχυθεί στους δρόμους, δηλώνοντας την ύπαρξη του μέσω (μαχητικών είναι η αλήθεια) διαδηλώσεων και συγκρούσεων με τους μπάτσους, για να αποτραβηχτεί έπειτα ξανά στον μικρόκοσμο που έχει βολικά πλάσει γι’ αυτόν το πολιτικό σύστημα, μόλις η οργή καταλαγιάσει και σβήσουν οι φωτιές της εξέγερσης. Ωστόσο, το ζήτημα για εμάς δεν είναι μόνο να αντιδρούμε δυναμικά στα εγκλήματα των ελίτ αφού αυτά έχουν γίνει, αλλά να αναλάβουμε προληπτική δράση για να σιγουρέψουμε ότι τα εγκλήματα αυτά δεν θα επαναληφθούν και κυρίως βέβαια στην οικονομική σφαίρα, όπου η έμμεση αλλά και άμεση οικονομική βία δημιουργεί εκατοντάδες εκατομμύρια θύματα, για τα οποία ο αναρχικός χώρος είναι σα να μην υπάρχει. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να αναλάβουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων σε αυτόν τον αγώνα ενάντια στο σύστημα, όχι απλώς να περιμένουμε παθητικά την ευκαιρία που θα μας δοθεί για να αντιδράσουμε. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο εφόσον στηριζόμαστε σε μια ολοκληρωμένη ανάλυση της σημερινής κατάστασης του συστήματος και έχουμε μια ξεκάθαρη μεταβατική στρατηγική για την ανατροπή των ετερόνομων θεσμών και την εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης δημοκρατικής κοινωνίας η οποία θα εξαλείψει μια για πάντα από το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο την ανισοκατανομή της δύναμης και τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο.

Εντούτοις, εδώ θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως στον βαθμό που οι συνομοσπονδιακές δομές αυτοκυβέρνησης είναι ασύμβατες και συγκρούονται στην πράξη με την εφαρμογή της αρχής της ομοφωνίας, δεν είναι η αρχή της ομοφωνίας που πρέπει να εγκαταλειφθεί, αλλά η συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης η οποία παύει να είναι επιθυμητή. Το ζητούμενο σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η περαιτέρω συρρίκνωση του μεγέθους της βασικής διοικητικής μονάδας της μελλοντικής ελεύθερης κοινωνίας στο επίπεδο όπου ο συλλογικός αυτοκαθορισμός μέσω της ομοφωνίας μπορεί να αποτελέσει μια ρεαλιστική προοπτική. Για παράδειγμα, δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι η συμβίωση σε ανεξάρτητες ομάδες των επτά, ή των πέντε ατόμων, δεν αποκλείει την καθιέρωση της ομοφωνίας ως βασικής μεθόδου για τη λήψη αποφάσεων. Όμως, μια τέτοια ρύθμιση είναι εξορισμού αντίθετη προς το σύστημα της οριζόντιας συνομοσπονδιακής δικτύωσης, που εξασφαλίζει την αρμονία, τη συνεργασία και την επικουρικότητα στις σχέσεις ανάμεσα στις κατά τόπους αυτόνομες πολιτικές ομάδες / κοινότητες. Ως τέτοια, μας οδηγεί αναπόφευκτα στην πολυδιάσπαση και στον απόλυτο κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος. Η πολυδιάσπαση της κοινωνίας χωρίς την ύπαρξη θεσμικών μηχανισμών που θα ανασυστήνουν τη συνοχή της σε μια νέα βάση και θα μεριμνούν για την επαρκή κάλυψη των βασικών υλικών και πνευματικών αναγκών του πληθυσμού, σηματοδοτεί την άνευ όρων επιστροφή σε πρώιμα ιστορικά στάδια της κοινωνικής εξέλιξης, όπου οι άνθρωποι επιλέγουν να συμβιώνουν σε ομάδες των δέκα για τον φόβο της συγκεντρωτικής διακυβέρνησης.

Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο ότι οι υπέρμαχοι της ομοφωνίας βρίσκουν την ιστορική ενσάρκωση του ιδανικού τους στις πρωτόγονες μικροκοινωνίες της προϊστορικής περιόδου, ή στις φυλετικές κοινωνίες των ιθαγενών ινδιάνων της Βορείου Αμερικής.[vi] Σύμφωνα με το σκεπτικό των πρωτογονιστών, βασικότερος θεωρητικός εκφραστής των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ο Τζωρτζ Ζέρζαν, οι προϊστορικές κοινωνίες συνιστούσαν πραγματικές κοινωνίες της «αφθονίας», αφού οι ανάγκες που καλούνταν να ικανοποιήσουν ήταν λιγότερες σε αριθμό, στοιχειώδεις ως προς την πολυπλοκότητα τους και μπορούσαν να καλυφθούν με απλό τρόπο.[vii] Ήταν εξισωτικές και συνεργατικές ως προς το ήθος τους και τις αρχές της κοινωνικής τους οργάνωσης, ενώ απέδιδαν την πρέπουσα σημασία στην διατήρηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με σκοπό την αυτοσυντήρηση και στη βιωσιμότητα του οικοσυστήματος του οποίου αποτελούσαν μέρος. Δεν υπήρχε οργανωμένη παραγωγική δραστηριότητα από την άποψη της αγροτικής καλλιέργειας ή κάποιας υποτυπώδους έστω βιομηχανικής οργάνωσης (π.χ. κατασκευή εργαλείων). Πέρα από τον χρόνο που ο μυθικός «ευτυχισμένος άγριος» ήταν υποχρεωμένος να αφιερώνει στην συλλογή τροφής, το υπόλοιπο της καθημερινότητας του το ξόδευε σε χαρωπά παιχνίδια και χορούς που ενίσχυαν τους κοινωνικούς δεσμούς, σε σαμανιστικές πρακτικές που τον οδηγούσαν στην έκσταση και στην «αυτογνωσία», σε ανεμπόδιστες και αμετροεπείς σεξουαλικές απολαύσεις.

Ο Murray Bookchin έχει ασκήσει συντριπτική κριτική σε αυτές τις ανιστόρητες φαντασιοπληξίες στο σημαντικό δοκίμιο του με τίτλο «Κοινωνικός ή Life Style Αναρχισμός».[viii] Εμείς απλώς θα συνοψίσουμε τα κυριότερα σημεία στα οποία μια κριτική αποτίμηση του πρωτογονισμού οφείλει, κατά την άποψη μας, να επικεντρώνεται. Καταρχήν, πολλά από τα συμπεράσματα των απολογητών της επιστροφής στην βαρβαρότητα δεν υποστηρίζονται από τα δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα στο επιστημονικό πεδίο της παλαιοανθρωπολογίας. Ο επίγειος παράδεισος τον οποίο επαγγέλλονται οι οπαδοί του πρωτογονισμού πιθανότατα ποτέ δεν υπήρξε και σε κάθε περίπτωση δεν είχε τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που του αποδίδουν οι όψιμοι εχθροί του πολιτισμού. Στην ειδυλλιακή περιγραφή του τρόπου ζωής σε μια πρωτόγονη κοινωνία, ο Ζέρζαν πολύ βολικά παραβλέπει να αναφέρει ότι οι κοινωνίες αυτές συχνά βρίσκονταν αντιμέτωπες με το φάσμα της πείνας και του υποσιτισμού, τον αποδεκατισμό τους από τις αρρώστιες και τις επώδυνες συνέπειες καταστροφικών φυσικών φαινομένων. Ο τρόπος ικανοποίησης των αναγκών του «ευγενούς αγρίου» όχι μόνο δεν ήταν απλός ή ξεκούραστος, αλλά τις περισσότερες φορές συνεπαγόταν την έκθεση του σε θανάσιμες απειλές, στους κινδύνους του κυνηγιού και μιας μάχης ζωής ή θανάτου με τα θηρία. Μάλιστα, για τον Ζέρζαν δεν φαίνεται να χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς το γεγονός ότι το ανθρώπινο είδος, σε εκείνο το στάδιο της ανθρωπολογικής εξέλιξης που συνδέεται με την «κοινωνία της αφθονίας» των πρωτογονιστών, μάλλον κατείχε τόσο χαμηλή θέση στην τροφική αλυσίδα, ώστε οι ατελείωτες ώρες αναψυχής και ανέμελων παιγνίων μεταξύ των μελών της φυλής ενδέχεται κάποτε, κάποτε να διακόπτονταν από τον τρόμο και τις πανικόβλητες αντιδράσεις που θα προκαλούσε το κοντινό απειλητικό γρύλισμα ενός πεινασμένου σαρκοβόρου θηλαστικού που είχε βγει προς αναζήτηση της τροφής του.

Όταν τελικά αποφασίζει να παραθέσει κάποια από τα σημαντικά αυτά επιστημονικά δεδομένα, ο γκουρού του πρωτογονισμού καταφεύγει σε μια ανεκδιήγητη σοφιστεία για να περισώσει την αξιοπιστία του φιλοσοφικού του οράματος. Κόντρα σε όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, αλλά – θα προσθέταμε – ενάντια και σε κάθε λογική, μας πληροφορεί ότι η πείνα ήταν μια συνειδητή επιλογή του προϊστορικού ανθρώπου, ένας υποτιθέμενος τρόπος για να εξοικονομήσει επιπλέον χρόνο από το κυνήγι, τον οποίον θα μπορούσε να διαθέσει στο παιγνίδι ή σε άλλες συλλογικές δραστηριότητες αναψυχής. Περιττεύει να τονίσουμε τον παραλογισμό μιας τέτοιας θέσης, ειδικότερα όταν μιλάμε για τις τροφοσυλλεκτικές ανθρώπινες κοινότητες της προϊστορικής περιόδου, των οποίων η βασική κοινωνική λειτουργία ήταν η αναζήτηση τροφής και των οποίων η βιολογική εξέλιξη, όπως αυτή αποτυπώνεται πάνω στο μη-ανεπτυγμένο μέγεθος του εγκεφάλου του προϊστορικού ανθρώπου, είναι αμφίβολο αν τους καθιστούσε ικανούς για παρόμοιους ευγενείς συνειρμούς που θα μπορούσαν να εκτοπίσουν την εξυπηρέτηση των ζωτικών αναγκών από την πρωταρχική θέση που κατείχε στο σύστημα αξιών της κοινότητας.

Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι στις κοινωνίες της άγνοιας – ας μας επιτραπεί να τις ονομάσουμε έτσι – επικρατούσε κατά αποκλειστικότητα ένα διαφορετικό, συνεργατικό κοινωνικό ήθος διαπνεόμενο από μια φυσική ισότητα που οδηγούσε στην αντί-ιεραρχία. Οι συγκεντρώσεις δύναμης και οι ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις φαίνεται πως αποτέλεσαν συστατικά στοιχεία των πρώιμων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, είτε μιλάμε για το μονοπώλιο της δύναμης του κυρίαρχου αρσενικού στις φυλετικές-οικογενειακές κοινωνικές ομαδοποιήσεις της παλαιολιθικής περιόδου, ή για το μονοπώλιο της γνώσης που κατείχαν οι σαμάνοι των πρωτόγονων θρησκευτικών λατρειών το οποίο εκμεταλλεύονταν προκειμένου να αποκτήσουν δύναμη, προνόμια και μια εξέχουσα θέση στην κοινότητα. Επιπλέον, η συμβιωτική σχέση προς το περιβάλλον είναι άλλη μια ρομαντική εικασία που ο Ζέρζαν παρουσιάζει ως επιστημονικό δεδομένο. Για παράδειγμα, ο νομαδικός τρόπος ζωής των ινδιάνικων φυλών υπαγορευόταν ακριβώς από το γεγονός της εξάντλησης των άμεσα προσβάσιμων φυσικών πόρων και την ανάγκη της φυλής για μετανάστευση σε μέρος όπου ο κύκλος της εκμετάλλευσης των μέσων που η φύση παρείχε για αυτοσυντήρηση μπορούσε να ξεκινήσει από την αρχή. Ο Μπούκτσιν περιγράφει πώς, παρά την παραφιλολογία για την υποτιθέμενη «αγάπη προς την φύση» που έτρεφαν οι πρωτόγονοι, «οι Πυγμαίοι του δάσους Ituri βασάνιζαν τα παγιδευμένα θηράματα αρκετά σαδιστικά».[ix] Μιλάει επίσης για την βαρβαρότητα που επέδειξαν κάθε λογής πρωτόγονες φυλετικές κοινότητες απέναντι στο περιβάλλον και τα πλάσματα που ζούνε μέσα σε αυτό, όταν η επίδειξη παρόμοιας σκληρότητας και η έλλειψη ευαισθησίας για τη διατήρηση των οικολογικών ισορροπιών ήταν δυνατό να συνοδεύεται από την πρόσκτηση σημαντικών πλεονεκτημάτων ως προς τον καθημερινό αγώνα της φυλής για επιβίωση. Σαν παράδειγμα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την αλλοίωση μεγάλων εκτάσεων «του περιβάλλοντος τους από τους ιθαγενείς Αμερικανούς μέσω της χρήσης της φωτιάς προκειμένου να καθαρίσουν τη γη για την κηπουρική τους και για καλύτερη ορατότητα στο κυνήγι», ή τους μαζικούς σκοτωμούς και τα ινδιάνικα αυτοσχέδια σφαγεία για βίσονες που φαίνεται πως υπήρξαν στην περιοχή προτού ακόμη οι ευρωπαίοι πατήσουν το πόδι τους στην Αμερικανική ήπειρο και «διαφθείρουν» με τις υλιστικές τους αξίες, τους ιθαγενείς.[x]

Τέλος, ακόμη κι αν δεχόμασταν ότι η πρωτόγονη κοινότητα αποτελούσε την ενσάρκωση με φυσικό τρόπο του αναρχικού ιδανικού, σίγουρα δεν συνέβαινε το ίδιο με τις υπόλοιπες κοινότητες ή φυλετικές ομάδες που αντιμετωπίζονταν ως εξωτερικοί εχθροί και ως θανάσιμοι ανταγωνιστές για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων στον καθημερινό αγώνα για επιβίωση. Η αρχαιολογική έρευνα, είτε αναφερόμαστε στην παλαιοανθρωπολογία ή σε νεότερες περιόδους της ανθρώπινης προϊστορίας-ιστορίας, βρίθει από πολεμοχαρή επεισόδια φυλετικής βαρβαρότητας, από δολοφονικές θηριωδίες τις οποίες διέπραξε ο προϊστορικός άνθρωπος σε βάρος των συνανθρώπων του. Το συνεργατικό, εξισωτικό ήθος της κοινότητας φαίνεται πως δεν επεκτεινόταν σε εκείνους που παραβίαζαν τον ζωτικό χώρο της φυλής και απειλούσαν να υφαρπάξουν τα μέσα για την αυτοσυντήρηση της. Είναι σε αυτό το σημείο, που αναδεικνύεται καθαρά ως αναγκαία προϋπόθεση της κοινωνικής και ατομικής απελευθέρωσης η υιοθέτηση ενός απελευθερωτικού προτάγματος που θα περιλαμβάνει ένα οικονομικό μοντέλο ισομερούς κατανομής των παραγόμενων κοινωνικών αγαθών βασισμένο στην αρχή της συνομοσπονδιοποίησης και θα καθιερώνει σχέσεις αλληλεξάρτησης και αμοιβαίας στήριξης ανάμεσα στις αυτόνομες κοινότητες της μελλοντικής, απελευθερωτικής μορφής οργάνωσης της κοινωνίας.

Το ζητούμενο για κάθε ελευθεριακό κατά την γνώμη μας οφείλει να είναι η κατάκτηση μιας ποιοτικής ελευθερίας και αυτονομίας η οποία δεν θα αναιρεί τα οφέλη από την αμοιβαία συνύπαρξη μέσα στην κοινωνία και όχι η διάλυση της κοινωνίας στο όνομα της κατοχύρωσης μιας ψευδεπίγραφης προσωπικής ανεξαρτησίας. Αν είναι αυτό το είδος της ελευθερίας που επιθυμούμε, τότε δεν έχουμε παρά να κηρύξουμε τη διάλυση όλων των κοινωνιών και να προκρίνουμε την άτακτη φυγή σε απομονωμένους «παραδείσους» προκειμένου να απαλλαγεί ο άνθρωπος απ’ όλους τους νόμους και τους «τεχνητούς» κανόνες που εξουσιάζουν τη συμπεριφορά του. Η ελευθερία που μας προτείνει ο Ζέρζαν και οι συνοδοιπόροι του υμνητές της επιστροφής στην βαρβαρότητα, προσιδιάζει την «τετράποδη ζωικότητα», όπως αναφέρει με παραστατικό πράγματι τρόπο ο Μπούκτσιν.[xi] Αλλά, όπως έγραψε και ο Τζ. Σ. Μιλλ, «είναι καλύτερο να είσαι ένα δυσαρεστημένο ανθρώπινο ον, παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι. Καλύτερα να είσαι ένας δυσαρεστημένος Σωκράτης, παρά ένας ευχαριστημένος ηλίθιος».[xii]

Γι’ αυτό, το ιδανικό μας δεν μπορεί να είναι ο, κατά Ζέρζαν, «ευγενής άγριος» που ναι μεν ήταν «ανεξάρτητος», ήταν όμως αναγκασμένος να επιδίδεται σε έναν σκληρό καθημερινό αγώνα για επιβίωση ενάντια στη Φύση και τους γύρω του. Η μαζική και ικανοποιητική στέγαση, η διατήρηση του επιπέδου της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης και η περαιτέρω εξέλιξη της, η πρόσβαση σε επαρκή σίτιση και υδροδότηση, προϋποθέτουν ένα μίνιμουμ παραγωγικής δραστηριότητας για την επαρκή κάλυψη βασικών αναγκών και ένα ορθολογικό σύστημα κατανομής του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου. Οι μεταμοντέρνοι αναρχικοί μας εμφανίζονται φαινομενικά πρόθυμοι να θυσιάσουν στο βωμό της διαστρεβλωμένης «ανεξαρτησίας» του «ευγενούς αγρίου», την ελευθερία από την πείνα, την προστασία απέναντι στις αρρώστιες και τις κακουχίες του περιβάλλοντος, την χειραφέτηση από την σκλαβιά της φτώχειας και τις στερήσεις παραβλέποντας το γεγονός πως η κοινωνική χειραφέτηση προϋποθέτει ακριβώς την πρόσβαση σε βασικά υλικά αγαθά και ότι τόσο η ατομική, όσο και η συλλογική αυτονομία, με την έννοια του αυτοκαθορισμού και της συστηματικής ενασχόλησης με τα κοινά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε συνθήκες πλήρους ανέχειας, οικονομικής ανασφάλειας, ή ενός καθημερινού αγώνα για την κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών. Με άλλα λόγια, αν προηγουμένως δεν έχουν εξασφαλιστεί οι συνθήκες για την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης ανάμεσα σε όλους τους πολίτες. Όπως γράφει ο Τάκης Φωτόπουλος: 

«οι ανθρώπινες αξίες καθορίζονται κοινωνικά και οι κοινωνικοί κανόνες και ρυθμίσεις που τις υποστηρίζουν δεν αποτελούν ένα περιορισμό κάποιας προϋπάρχουσας ελευθερίας, αλλά τμήμα των συνθηκών για μια ικανοποιητική ζωή».[xiii]

Τυποποίηση των διαδικασιών

Οι λαλίστατοι επικριτές της αυτονομίας επιτίθενται στην αμεσοδημοκρατική πρακτική στο όνομα ενός θολού και άμορφου ιδανικού. Στην «Συνεισφορά σε μια Κριτική της Πολιτικής Αυτονομίας», ο Ζιλ Ντωβέ εξάρει τις αρετές της αυθόρμητης συναναστροφής σε άτυπες, μη-θεσμικές ομάδες και απορρίπτει την πρωτοκαθεδρία της συνέλευσης ως του βασικού συλλογικού οργάνου λήψης αποφάσεων. Συγκεκριμένα γράφει, 

«Το 1968 στη Γαλλία, οι εργάτες στο εργοστάσιο της Πεζώ στο Σοσώ (ήταν τότε μια περιοχή που είχε μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις εξειδικευμένων εργατών σε ολόκληρη τη χώρα) κατέβηκαν σε απεργία με κατάληψη του εργοστασίου στις 20 Μαΐου. Όταν στις 10 Ιουνίου η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών ψήφισε επιστροφή στη δουλειά, μια μειοψηφία επανακατέλαβε τα κτίρια, μέχρι τη βίαιη απομάκρυνση της από την αστυνομία το ξημέρωμα της 11ης. Εκείνο το ξημέρωμα, πολλοί μη-απεργοί εργάτες της πρωινής βάρδιας κατέφθαναν με τα λεωφορεία στο εργοστάσιο: αντί να πιάσουν δουλειά όπως είχαν ψηφίσει, ενώθηκαν αμέσως με τους πρώην καταληψίες, και για όλη την ημέρα συγκρούονταν με τους μπάτσους. […] Η έκρηξη της 11ης Ιουνίου δεν είχε έρθει από το πουθενά: προετοιμάστηκε από ανεπίσημες συζητήσεις, οι οποίες είχαν βάλει τις βάσεις (καλύτερα από τις δημοκρατικές διαδικασίες) για ένα φαινομενικά αυθόρμητο ξέσπασμα. Η ‘απρόσωπη αντίσταση’ δεν είναι μόνο συζήτηση στην καντίνα ή γύρω από την μηχανή του καφέ: λειτουργεί ως βάση για την ανοιχτή σύγκρουση».[xiv]

Όμως, οι πολιτικές συζητήσεις σε αυθόρμητα σχηματισμένα πηγαδάκια στην Αθηναϊκή αγορά πριν την έναρξη της συνέλευσης της Εκκλησίας του Δήμου αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής διαδικασίας στην Αθηναϊκή πόλη και ήταν ζωτικό κομμάτι της δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης του Αθηναίου πολίτη. Ουσιαστικά, οι συζητήσεις αυτές συνιστούσαν το προπαρασκευαστικό στάδιο προτού παραπεμφθεί ένα ζήτημα στο επίσημο όργανο της Εκκλησίας του Δήμου για μελέτη και διαβούλευση από το σώμα των πολιτών. Αυτό που ο Ντωβέ δείχνει να μην αντιλαμβάνεται και που η εφαρμογή της αρχής της ομοφωνίας έχει αποδείξει στην πράξη, είναι πως η συνέλευση εξυπηρετεί ακριβώς τον σκοπό της δημιουργίας μιας τεχνητής δημόσιας σφαίρας όπου τα άτομα μπορούν να διαβουλεύονται ισότιμα, όχι πια ως απλά φυσικά άτομα, αλλά κάνοντας χρήση της θεσμικής ιδιότητας του πολίτη. Καμία τέτοια διευθέτηση ισοκατανομής της δύναμης δεν είναι εφικτή έξω από αυτή τη σφαίρα. Είναι γεγονός γενικά αποδεκτό πως σε συνελεύσεις που λειτουργούν συναινετικά οι συμμετέχοντες πολλές φορές υποκύπτουν σε προσωπικές πιέσεις που τους ασκούνται έξω από τον χώρο της συνέλευσης, προκειμένου να επικυρώσουν μια επίπλαστη ομοφωνία εντός αναφορικά με μια απόφαση που στην πραγματικότητα είναι ήδη ειλημμένη! Μάλιστα, αυτό το είδος «εξωθεσμικής διαβούλευσης» δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά είναι απολύτως αναγκαίο για ένα «πολίτευμα» που λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της ομοφωνίας, αν η συνέλευση θέλει να διατηρήσει την ικανότητα της να λαμβάνει αποφάσεις και να μην καταστεί παντελώς δυσλειτουργική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται στη σφαίρα του ιδιωτικού (στα πηγαδάκια, στην παρέα, στην ομάδα συνάφειας) και δεν επιδέχονται της θέσμισης εξισωτικών ρυθμίσεων που εξαλείφουν τις διαφορές όλων των τύπων ισχύος που προκύπτουν στην ιδιωτική σφαίρα ανάμεσα στα άτομα. Έτσι αφήνεται ελεύθερο το πεδίο δράσης για την ανάπτυξη νέων άτυπων ιεραρχιών και ανεπίσημων εξουσιαστικών δομών, οι οποίες ουσιαστικά προκαθορίζουν τις αποφάσεις που κανονικά οφείλουν να λαμβάνονται και να συνδιαμορφώνονται μέσα στη συνέλευση. Δεν είναι τυχαίο πως συναινετικές συνελεύσεις υπήρχαν και στην στρατοκρατική αρχαία Σπάρτη. Αυτές όμως βρίσκονταν πάντα υπό την άτυπη κηδεμονία ενός «φυσικού» αρχηγού. Έτσι βλέπουμε πώς μέσα από τις συνελεύσεις που λειτουργούν συναινετικά είναι δυνατό να εκκολαφθούν νέες εξουσιαστικές τάσεις. Όπως γράφει ο Φόρεστ για την αμεσοδημοκρατική Εκκλησία του Δήμου, 

«…οι αποφάσεις πλέον λαμβάνονταν με τέτοιο τρόπο που εστίαζαν την προσοχή κάθε μέλους της εκκλησίας του δήμου στην προσωπική του ευθύνη. Αυτό γινόταν με την καταμέτρηση χειρών. Είναι πολύ ευκολότερο να χάνεται κανείς στην ψήφο ‘δια βοής’ μέσα σε μια ομαδική κραυγή ενός ‘ναι’ ή ενός ‘όχι’. Κάτι τέτοιο ικανοποιούσε τους Σπαρτιάτες περισσότερο από το να υψώνει το χέρι ή να ρίχνει ψήφο».[xv]

Η τυποποίηση ως έναν βαθμό των πολιτικών διαδικασιών σε έναν αυτόνομο δήμο, με την μορφή της συγκρότησης αντισυστημικών πολιτικών θεσμών και την κατοχύρωση της ιδιότητας του πολίτη, είναι απαραίτητη για τους ίδιους λόγους. Μέσω του συστηματικού χαρακτήρα των διαδικασιών διασφαλίζεται η τακτική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και η άσκηση της κυριαρχίας (με την έννοια της λήψης των βασικών αποφάσεων) από τους ίδιους τους πολίτες. Οι αυτόνομοι και αυτοτελείς θεσμοί όχι μόνο δεν συνιστούν μια νέα μορφή εξουσίας, αλλά, αντίθετα, αποτελούν θεσμική δικλείδα ασφαλείας ενάντια στο ενδεχόμενο εμφάνισης ετερόνομων μορφών κυριαρχίας των οποίων η δύναμη δεν θα εκπορεύεται από τους συλλογικούς θεσμούς αυτοδιεύθυνσης, αλλά θα έχει αναπτυχθεί παραπλεύρως και έξω από τη δημόσια σφαίρα όπου λαμβάνονται όλες οι σημαντικές αποφάσεις για την κοινότητα, εξαιτίας της βαθμιαίας απόσυρσης των μελών ενός δήμου από τα κοινά και της υποτροπής τους σε συνήθειες και πρακτικές ιδιώτευσης.

Τέλος, σε όσους οπαδούς της ομοφωνίας εμμένουν να επικαλούνται τις αρνητικές πτυχές της ιστορικής εμπειρίας της κλασικής Αθήνας σε μια προσπάθεια να αναγορεύσουν την Αθηναϊκή δημοκρατία σε ένα εγγενώς εξουσιαστικό μόρφωμα, οφείλουμε να απαντήσουμε ότι σκοπός των σύγχρονων ελευθεριακών προταγμάτων που στοχεύουν στην ανασύσταση της πολιτικής με την κλασική έννοια, δεν είναι η αρχαιολατρία και η τυφλή αναπαραγωγή του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος της αρχαίας Αθήνας, αλλά η δημιουργική ανασύνθεση της κλασικής δημοκρατίας. Κανείς δεν αρνείται ότι μέρος των κονδυλίων που χρειάστηκαν για την χρηματοδότηση των κορυφαίων πολιτιστικών επιτευγμάτων και αρχιτεκτονικών μνημείων της κλασικής περιόδου της Αθηναϊκής πόλεως, προήλθαν από τις αναγκαστικές εισφορές που απέσπασε από τους «εταίρους» της που μετείχαν στη Συμμαχία της Δήλου. Επίσης, η Αθηναϊκή δημοκρατία είχε μερικό χαρακτήρα και είχε εγκαθιδρύσει ιεραρχικές, καταπιεστικές σχέσεις στο εσωτερικό της, με κοινωνικές ομάδες όπως οι δούλοι και οι γυναίκες. Εδώ όμως μιλάμε για ένα ανοικτό σύστημα διευρυμένης δημοκρατίας με καθολική επέκταση της ιδιότητας του πολίτη σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, το οποίοβασίζεται μόνο στην αρχική αντίληψη της κλασικής δημοκρατίας και συμπληρώνεται από αντισυστημικούς θεσμούς οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής δημοκρατίας. Ένα υπόβαθρο το οποίο διασφαλίζει ότι θα εξαλειφθούν οι κοινωνικοί και οικονομικοί ανταγωνισμοί που ιστορικά τροφοδότησαν τις εξουσιαστικές τάσεις που επέδειξε η κλασική Αθηναϊκή δημοκρατία.

Είναι λοιπόν κατά την γνώμη μας επιτακτικό καθήκον η συσπείρωση όλων των ελευθεριακών δυνάμεων στον δύσκολο και άνισο αγώνα για την ανατροπή του παρόντος ετερόνομου συστήματος και την αντικατάσταση του από μια συνομοσπονδία αυτόνομων δήμων, ελεύθερα συνασπισμένων σε μια ένωση που θα θεμελιώνεται σε μια σχέση ισότητας, αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού που θα βασίζεται στον ελευθεριακό δημοκρατικό ορθολογισμό. Όποιος πράγματι πιστεύει στη δημιουργική ζύμωση και στον εμπλουτισμό της θεωρίας από την πράξη, θα συμφωνήσει μαζί μας ότι, όπως έχουν δείξει τριάντα χρόνια αναρχικής ή «αναρχικής» δράσης από την εποχή της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα κανένα αυθόρμητο απελευθερωτικό πρόταγμα δεν πρόκειται να προκύψει ως δια μαγείας μέσα από αποσπασματικές δράσεις αντίστασης που διενεργούν εδώ κι εκεί οι διάσπαρτες αναρχικές συλλογικότητες. Το σύστημα που πολεμάμε, το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» εκπροσωπεί ένα απόλυτα καθολικό πρόταγμα και μόνο με ένα καθολικό πρόταγμα που έχει το δικό του παράδειγμα για την οργάνωση της κοινωνίας σε όλο της το εύρος, μπορεί να κάνει δυνατή την ανατροπή του. Η αυθαίρετη διαφωνία και η απολιτική πολυδιάσπαση χωρίς «λόγον διδόναι» (δηλαδή η διάσπαση που δεν δικαιολογείται ορθολογικά) δεν είναι ο «πλούτος» του αναρχικού χώρου, αλλά η μάστιγα του, που βολεύει αφάνταστα τους ταξικούς εχθρούς μας. Αυτοί συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους ότι πρέπει να μας εξαφανίσουν από προσώπου γης, ενώ βρίσκονται σε αγαστή σύμπνοια αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο που, μέσω της αναπαραγωγής του, θα τους βοηθήσει να πετύχουν τον σκοπό τους: την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και το σύστημα της οικονομίας της αγοράς.




[i] D. Guerin, Anarchism: From Theory to Practice, http://libcom.org/library/anarchism-daniel-guerin-4.


[ii] Στο όνομα της «προστασίας των μειοψηφιών», η αρχή αυτή κατοχυρωνόταν για παράδειγμα στο καταστατικό της ανενεργής πλέον Συνέλευσης Αναρχικών για ένα Ενιαίο Πολυμορφικό Κίνημα.


[iii] M. Bookchin, Κομουναλισμός: Η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού,Δημοκρατία και Φύση, τεύχος 1 (1996).


[iv] Does revolutionary Spain show that libertarian socialism can work in practice?,http://www.anarchism.ws/faq/secI8.html#seci82.


[v] P. Newel, Ο Ζαπάτα, ο Μαγόν και η Μεξικανική Επανάσταση (Ελεύθερος Τύπος).


[vi] Ένα τυπικό παράδειγμα είναι το κείμενο του Δ. Κωνσταντίνου, Χωρίς Πίστη, Χωρίς Νόμο, Χωρίς Βασιλιά, Ζ-Βαβυλωνία, Τεύχος 52, Φεβρ. 09.


[vii] Ο Ζέρζαν εκθέτει τις περισσότερες από τις (τουλάχιστον) αμφιλεγόμενες ιδέες του περί «ευγενούς αγρίου» στο J. Zerzan, Future Primitive and Other Essays(Autonomedia, 1994). 


[viii] M. Bookchin, Κοινωνικός ή Life Style Αναρχισμός (Εκδόσεις Ισνάφι, 2005).


[ix] M. Bookchin, Κοινωνικός ή Life Style Αναρχισμός, σελ.62.


[x] M. Bookchin, Κοινωνικός ή Life Style Αναρχισμός, σελ.62-3.


[xi] Μ. Bookchin, Κοινωνικός ή Life Style Αναρχισμός, σελ.57.




[xiii] Στο Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: Δέκα Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος, 2008), σελ. 308.


[xiv] Στο G. Dauve & K. Nesic, A Contribution to the Critique of Political Autonomy,http://troploin0.free.fr/ii/index.php/textes/16-a-contribution-to-the-critique-of-political-autonomy?start=23.


[xv] Στο W.G. Forrest, Η Γένεση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας (Εκδόσεις Παπαδήμα, 1994), σελ. 228,


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου