του Αντώνη Δ.
H ουσιαστική κατανόηση της ιστορικής πορείας του εγχώριου
αντιεξουσιαστικού κινήματος κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα,
αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για όσους το τελευταίο διάστημα, βρίσκονται εις
άγραν οργανωτικών μοντέλων που θα οδηγήσουν τον αντιεξουσιαστικό χώρο στη
θέωση. Κι αυτό γιατί, πολύ απλά, η κοινωνικοποίηση, το εύρος των πεδίων δράσης
και κατ’επέκταση η μαζικότητα του χώρου την δεκαετία που μας πέρασε, φάνταζαν
αδιανόητα για τα μέχρι τότε δεδομένα του.
Σε μια πρόχειρη λοιπόν προσπάθεια, συνοπτικής χρονολόγησης
της δράσης του, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε την πορεία αυτή σε δύο μέρη˙ σε δύο
αρκετά ανομοιογενείς και διακριτές μεταξύ τους περιόδους:
Ως σημείο έναρξης της πρώτης φάσης της πορείας του, θέτουμε
τη σύνοδο του Μαρμαρά στην Θεσσαλονίκη (2003), για δύο κύριους λόγους: αρχικά
γιατί ήταν η πρώτη μετά από χρόνια, μεγάλη συσπείρωση του χώρου και δεύτερον
γιατί στα πλαίσια των διεργασιών της πορείας ενάντια στη σύνοδο, ξεκίνησαν
αρκετά σημαντικά οργανωτικά εγχειρήματα και συζητήσεις που έθεσαν πρωτόγνωρους
προβληματισμούς πάνω σε ζητήματα τακτικής, στοχοθεσίας, ιδεολογίας.
Ως σημείο έναρξης της δεύτερης φάσης, θέτουμε για ευνόητους
λόγους τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη, αναγνωρίζοντας την ιστορικότητα των ημερών
εκείνων καθώς και το ρόλο τους ως διαμορφωτή της μετέπειτα πορείας του εγχώριου
αντιεξουσιαστικού κινήματος.
Η πρώτη φάση της
περασμένης δεκαετίας, φιλοξένησε μια προσπάθεια απεγκλωβισμού, από
ιδεολογήματα και πρακτικές που διακατείχαν και περιχαράκωναν τον ελληνικό
αντιεξουσιαστικό χώρο, στα στενά όρια του κοινωνικού περιθωρίου. Το κύμα
κοινωνικοποίησης που άρχισε την περίοδο εκείνη, μπορούμε να πούμε ότι
θεμελιώθηκε με το ξέσπασμα των φοιτητικών κινητοποιήσεων του ’06-’07 και πήρε
σάρκα και οστά στην μεταδεκεμβριανή πραγματικότητα.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού αναρχικού
κινήματος, συλλογικότητες και μεμονωμένα μέλη του, συμμετείχαν σε φοιτητικούς
σχηματισμούς και έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην οργάνωση των φοιτητικών
κινητοποιήσεων ενάντια στο Νόμο πλαίσιο της Γιαννάκου, βρέθηκαν σε κοινές
συνελεύσεις και δράσεις με κατοίκους αποκεντρωμένων περιοχών (βλ. Αχελώος),
συμμετείχαν σε κοινούς αγώνες με εργαζόμενους και σωματεία και δημιούργησαν
ελεύθερους κοινωνικούς χώρους σε όλη την χώρα.
Περνώντας στην
δεύτερη φάση από την άλλη, η μεταδεκεμβριανή περίοδος βρίσκει το χώρο ώριμο
και δοκιμασμένο˙ δεδομένης και της χρονικής πυκνότητας της ιστορικής του
πορείας από την αρχή της δεκαετίας.
Στη δύση του Δεκέμβρη όμως, ο αντιεξουσιαστικός χώρος
εμφανίζεται προ των ευθυνών του, σε μια κοινωνικό-πολιτική διαδικασία που για
καιρό προσμονούσε αλλά για την οποία ποτέ δεν προετοιμάστηκε. Υπό το βάρος του de facto πρωταγωνιστή,
περιορίστηκε στην προσπάθεια του να κρατάει ζωντανό το δεκεμβριανό κλίμα,
τραβώντας το απ’τα μαλλιά κι έτσι αντί να αρθρώσει τον λόγο που άρμοζε, έμεινε
να κοιτάει το Δεκέμβρη σαστισμένος, περιμένοντας για αρκετό καιρό μετέπειτα, να
πάρει από μια εξέγερση διδάγματα που είχαν ήδη δοθεί. Ο Δεκέμβρης τελείωσε και
δεν μπορούσε να το χωνέψει.